πλακοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(13_3)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
}}
{{ls
|lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
}}
}}

Revision as of 10:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκοῦς Medium diacritics: πλακοῦς Low diacritics: πλακούς Capitals: ΠΛΑΚΟΥΣ
Transliteration A: plakoûs Transliteration B: plakous Transliteration C: plakoys Beta Code: plakou=s

English (LSJ)

οῦντος, ὁ, voc.

   A πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from πλακόεις, flat cake (perh. shaped like the mallow-seed, Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); π. ἄρτος Ath.14.645d: also resolved πλακόεις, AP6.155 (Theodorid.).    II the seed of the mallow, which seeds children call cheeses, Phan.Hist.29, Gal.10.113.

German (Pape)

[Seite 624] οῦντος, ὁ, zsgz. aus πλακόεις, vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, πλακοῦς πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.

Greek (Liddell-Scott)

πλακοῦς: οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ πλακόεις, πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta (ἴσως, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., οἷον πλακοῦντος κύκλος Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. αὐτόθι 645D· ― ὡσαύτως ἀσυναίρ. πλακόεις, Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς τύπος τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.