ἀνάλυσις: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(13_5) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der [[σύνθεσις]], Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der [[σύνθεσις]], Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνάλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναλύω]]), [[ἀπαλλαγή]], ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) [[διάλυσις]], Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ [[διάλυσις]] τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ [[ἐναντίον]] λέξεσι [[γένεσις]], [[σύνθεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ [[λύσις]] προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[ἀναπόδισις]], ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ [[ἀποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. [[ἀναλύω]] ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀναλύω)
A loosing, releasing, κακῶν from evils, S.El.142 (lyr.); ὅρκων Timae.23. 2 dissolving, Arist. Mu.394b17, Plu.2.915c (pl.); σώματος, of death, Secund.Sent.19. 3 resolution of a problem by the analysis of its conditions, opp. σύνθεσις, Arist.EN1112b23; esp. in Math., Phld.Acad.Ind.17, Papp.634.11, Procl.in Euc.p.43 F. 4 in the Logic of Arist., reduction of the imperfect figures into the perfect one, APr.51a18, al., Chrysipp.Stoic.2.7. 5 solution of a problem, etc., Plu.Rom.12. II (from Pass.) retrogression, Id.2.76d; retirement, departure, J.AJ19.4.1; death (cf. ἀναλύω 111), 2 Ep.Ti.4.6.
German (Pape)
[Seite 197] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der σύνθεσις, Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλῠσις: -εως, ἡ, (ἀναλύω), ἀπαλλαγή, ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) διάλυσις, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ διάλυσις τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ ἐναντίον λέξεσι γένεσις, σύνθεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ λύσις προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀναπόδισις, ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ ἀποχώρησις, ἀναχώρησις, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. ἀναλύω ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6.