καταπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] niederkriegen, im Kriege besiegen; Thuc. 2, 7; Xen. Hell. 7, 1, 10; Isocr. 4, 83; Folgende; bekriegen, τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήμασι Thuc. 4, 86; πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, durch den Krieg erschöpft sein, 6, 16; – Plut. vrbdt τοῖς μὲν ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε, Caes. 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] niederkriegen, im Kriege besiegen; Thuc. 2, 7; Xen. Hell. 7, 1, 10; Isocr. 4, 83; Folgende; bekriegen, τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήμασι Thuc. 4, 86; πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, durch den Krieg erschöpft sein, 6, 16; – Plut. vrbdt τοῖς μὲν ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε, Caes. 26.
}}
{{ls
|lstext='''καταπολεμέω''': πολεμῶν [[καταβάλλω]], ἐξαντλῶ διὰ τοῦ πολέμου, ὑποτάττω ὁλοσχερῶς, (πρβλ. καταγωνίζομαί τινα), Λατ. debellare, τινὰ Θουκ. 2. 7., 4. 1, Ἀνδοκ. 25. 22· πολλὰ ἔτη πολεμοῦντες καὶ [[πολλάκις]] καταναυμαχοῦντες οὐδὲν [[προὔργου]] ἐποιεῖτε πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι τούτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ἐν τῷ ἐνεστ., προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τινά τινι κ. ὁ αὐτ. 4. 86.― Παθ., ἐλπίζοντες αὐτὴν τὴν πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, ὅτι εἶχεν ἐξαντληθῇ [[ἕνεκα]] τοῦ πολέμου ἢ τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, ὁ αὐτ. 6. 16, πρβλ. Πλάτ. ΜΕνέξ. 243C, D· ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27. ΙΙ. κινῶ πόλεμον [[ἐναντίον]] τινός, πολεμῶ κατά τινος, τινος Κλήμ. Ἀλ. 871· καὶ [[μετὰ]] δοτ., τοῖς βαρβάροις καταπολεμῶν ἐκράτησε, ἐπιμόνως πολεμῶν, Πλουτ. Καῖσ. 2. 1321.
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπολεμέω Medium diacritics: καταπολεμέω Low diacritics: καταπολεμέω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: katapoleméō Transliteration B: katapolemeō Transliteration C: katapolemeo Beta Code: katapoleme/w

English (LSJ)

   A war down, i.e. exhaust by war, reduce, τὴν Πελοπόννησον Th.2.7, cf. 4.1, And.3.15, X.HG7.1.10: pres., attempt to subdue, ἐγκλήμασι Th.4.86:—Pass., ἐλπίζοντες αὐτὴν [τὴν πόλιν] καταπεπολεμῆσθαι Id.6.16, cf. Pl.Mx.243c, 243d.    II simply, make war against, τινα Phld.Piet.54: abs., carry on warfare, τοῖς ὅλοις Plu. Caes.26.

German (Pape)

[Seite 1371] niederkriegen, im Kriege besiegen; Thuc. 2, 7; Xen. Hell. 7, 1, 10; Isocr. 4, 83; Folgende; bekriegen, τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήμασι Thuc. 4, 86; πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, durch den Krieg erschöpft sein, 6, 16; – Plut. vrbdt τοῖς μὲν ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε, Caes. 26.

Greek (Liddell-Scott)

καταπολεμέω: πολεμῶν καταβάλλω, ἐξαντλῶ διὰ τοῦ πολέμου, ὑποτάττω ὁλοσχερῶς, (πρβλ. καταγωνίζομαί τινα), Λατ. debellare, τινὰ Θουκ. 2. 7., 4. 1, Ἀνδοκ. 25. 22· πολλὰ ἔτη πολεμοῦντες καὶ πολλάκις καταναυμαχοῦντες οὐδὲν προὔργου ἐποιεῖτε πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι τούτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ἐν τῷ ἐνεστ., προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τινά τινι κ. ὁ αὐτ. 4. 86.― Παθ., ἐλπίζοντες αὐτὴν τὴν πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, ὅτι εἶχεν ἐξαντληθῇ ἕνεκα τοῦ πολέμου ἢ τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, ὁ αὐτ. 6. 16, πρβλ. Πλάτ. ΜΕνέξ. 243C, D· ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27. ΙΙ. κινῶ πόλεμον ἐναντίον τινός, πολεμῶ κατά τινος, τινος Κλήμ. Ἀλ. 871· καὶ μετὰ δοτ., τοῖς βαρβάροις καταπολεμῶν ἐκράτησε, ἐπιμόνως πολεμῶν, Πλουτ. Καῖσ. 2. 1321.