προστρέχω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(13_6a) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., [[μάλιστα]] προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. [[μάλιστα]] προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ [[πορθμεῖον]], Luc. Mort. D. 27, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., [[μάλιστα]] προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. [[μάλιστα]] προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ [[πορθμεῖον]], Luc. Mort. D. 27, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προστρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[τρέχω]] [[πρός]] τινα, [[ἔρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τινός, [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., [[ἔρχομαι]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -δρᾰμοῦμαι D.21.224:—run to or towards, come to one, πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R.440a; τινι Ar.Ach.1084, Av.759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc. 2 in hostile sense, make a sally, πρός τι X.Cyr.5.4.47. 3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr.401. II metaph., join or side with, [τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.; πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2. 2 approach, -τρέχων τῇ ἐννόμῳ ἡλικίᾳ, i.e. not quite of age, POxy.247.12 (i A.D.). 3 resemble, c. dat., Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ πορθμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω πρός τινα, ἔρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., ἀνατρέχω, τρέχω πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ ἐναντίον τινός, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, συμβαίνω εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., ἔρχομαι πρὸς τὸ μέρος τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.