φθινάς: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, [[σελήνη]], [[ἡμέρα]] u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, [[νόσος]], die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, [[οὔτε]] φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, [[σελήνη]], [[ἡμέρα]] u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, [[νόσος]], die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, [[οὔτε]] φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φθῐνάς''': -άδος, ἡ, ([[φθίνω]]) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ [[τέλος]] ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. [[ἡμέρα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 779· φ. ὥρα [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. [[νόσος]], ὡς τεχνικὸς ὅρος, = [[φθίσις]], Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[νόσος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. [[φθινώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (φθίνω) intr.,
A wasting, waning, μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl.779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.All.71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8. II Act., wasting, νόσοι S.Ant.819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; φ. νόσος, technically, consumption, = φθίσις, Hp.Gland.14 (pl.), Paus.5.26.5; and without νόσος, Hp.Mul.1.2; also; = empyema, Ruf.Ren.Ves.2.36.
German (Pape)
[Seite 1271] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, σελήνη, ἡμέρα u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, νόσος, die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνάς: -άδος, ἡ, (φθίνω) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. ἡμέρα Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. νόσος, ὡς τεχνικὸς ὅρος, = φθίσις, Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ ἄνευ τοῦ νόσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. φθινώδης.