λιαρός: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(13_6a) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] wie [[χλιαρός]], warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' [[αὐτοῦ]] δ' [[αἷμα]] κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch [[αἷμα]] λ., 11, 477, u. [[οὖρος]] λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, [[ἄνεμος]], 1245; [[γάλα]], Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, [[ὕπνος]], linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ [[ἀθέσφατος]] [[ἱδρώς]], Opp. Hal. 2, 279. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] wie [[χλιαρός]], warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' [[αὐτοῦ]] δ' [[αἷμα]] κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch [[αἷμα]] λ., 11, 477, u. [[οὖρος]] λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, [[ἄνεμος]], 1245; [[γάλα]], Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, [[ὕπνος]], linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ [[ἀθέσφατος]] [[ἱδρώς]], Opp. Hal. 2, 279. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λιᾰρός''': -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), [[θερμός]], [[ὑπόθερμος]], [[αἷμα]], [[ὕδωρ]] Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· [[οὖρος]] λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς [[ἄνεμος]], Ε. 268· [[ὕπνος]] λ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], [[ἀμβρόσιος]], Ἰλ. Ξ. 164· ― [[οὕτως]] ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.
German (Pape)
[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.
Greek (Liddell-Scott)
λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.