παρακούω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(13_7_1)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] (s. [[ἀκούω]],) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν [[ταῦτα]] παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες [[αὐτοῦ]] τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, [[πλεονάκις]] αὐτῶν παρακηκοότες [[τότε]] πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; [[παρακουστέον]] neben [[ἀφροντιστέω]], Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von [[πειθαρχέω]], τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; [[περί]] τινος, 30, 18, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] (s. [[ἀκούω]],) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν [[ταῦτα]] παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες [[αὐτοῦ]] τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, [[πλεονάκις]] αὐτῶν παρακηκοότες [[τότε]] πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; [[παρακουστέον]] neben [[ἀφροντιστέω]], Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von [[πειθαρχέω]], τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; [[περί]] τινος, 30, 18, 2.
}}
{{ls
|lstext='''παρακούω''': μέλλ. -ακούσομαι˙ - [[ἀκούω]] κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται [[λόγος]]», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. [[ἀκούω]] ἐπακροώμενος [[λάθρα]], παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι [[παρά]] τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. [[ἀκούω]] ἀτελῶς ἢ [[ἐσφαλμένως]], παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, [[παρακούω]], μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ [[ὡσαύτως]], προσποιοῦμαι ὅτι δὲν [[ἀκούω]], ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ [[μετὰ]] προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.
}}
}}

Revision as of 10:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκούω Medium diacritics: παρακούω Low diacritics: παρακούω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΩ
Transliteration A: parakoúō Transliteration B: parakouō Transliteration C: parakoyo Beta Code: parakou/w

English (LSJ)

   A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of, Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129 ; ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep.339e ; παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74 (Rufin.).    II eavesdrop, overhear from, δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra.750 ; τι παρά τινος Pl. Euthd.300d ; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ; π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36.    III hear imperfectly or wrongly, misunderstand, ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN1149a26, cf. Pl.Prt.330e, Tht.195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8.    IV hear carelessly, take no heed of, τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr.200; τῶν γραφομένων Plb.24.9.1, cf. Luc.Salt.6, etc.; τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4 ; τῶν λεγομένων Plb.7.12.9 (but τὰ λεγόμενα LXX Es.3.3).    2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5; περί τινος Id.30.20.2, prob. cj. in 23.3.3.    3 disobey, τοῦ θεοῦ J.AJ1.10.4 : abs., LXX Is.65.12, J.AJ1.1.4, Luc.Sat.10:—Pass., J.AJ6.7.4.    4 pretend not to hear, Plu.Phil.16, Luc Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 485] (s. ἀκούω,) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν ταῦτα παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Ggstz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Ggstz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, πλεονάκις αὐτῶν παρακηκοότες τότε πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; παρακουστέον neben ἀφροντιστέω, Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Ggstz von πειθαρχέω, τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; περί τινος, 30, 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παρακούω: μέλλ. -ακούσομαι˙ - ἀκούω κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται λόγος», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. ἀκούω ἐπακροώμενος λάθρα, παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι παρά τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. ἀκούω ἀτελῶς ἢ ἐσφαλμένως, παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, παρακούω, μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ περί τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ ὡσαύτως, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἀκούω, ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) μετὰ γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ μετὰ γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.