λυσιτελέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_2)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lusitele/w
|Beta Code=lusitele/w
|Definition=prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">indemnify for expenses incurred</b>, or <b class="b2">pay what is due</b>, and then '<b class="b2">pay</b>', i.e. <b class="b2">profit, avail</b> (cf. [[λύω]] v. <span class="bibl">2</span>), c. dat., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> with subject expressed, <b class="b3">οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο</b>] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>509</span>; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη <span class="bibl">Pl. <span class="title">Prt.</span>327b</span>; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> mostly impers., <b class="b3">λυσιτελεῖ μοι</b> <b class="b2">it profits</b> me, <b class="b2">is better</b> for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις <span class="bibl">Lys.25.27</span>; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.<span class="title">Alc.</span>1.113d: c. inf., λ. προϊέναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span> 181b</span>; <b class="b3">τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν</b> thinking it <b class="b2">better</b> to be dead than alive, <span class="bibl">And.1.125</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>407a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.12</span> (v.l.), <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>27.17</span> (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., <b class="b2">it profits</b> one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν . . δικάζειν <span class="bibl">Hdt.1.97</span>; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ap.</span>22e</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>7.13</span>: sts. c. acc. pers., <b class="b2">it is good</b> that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα <span class="bibl">Hp. <span class="title">Fract.</span>19</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>406d</span>: abs., ἐλυσιτέλει γάρ <span class="bibl">Axionic.6.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in bad sense, <b class="b2">conspire</b>, as gloss on [[ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ]] (<span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>17</span>), Gal.15.494 (v.l. [[συντελεῖ]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> neut. part. as Subst., <b class="b3">τὸ λυσιτελοῦν</b> <b class="b2">profit, gain, advantage</b>, <span class="bibl">Th.6.85</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>336d</span>, <span class="bibl">D.2.28</span>; a wrong etym. is given in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417c</span>.</span>
|Definition=prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">indemnify for expenses incurred</b>, or <b class="b2">pay what is due</b>, and then '<b class="b2">pay</b>', i.e. <b class="b2">profit, avail</b> (cf. [[λύω]] v. <span class="bibl">2</span>), c. dat., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> with subject expressed, <b class="b3">οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο</b>] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>509</span>; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη <span class="bibl">Pl. <span class="title">Prt.</span>327b</span>; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> mostly impers., <b class="b3">λυσιτελεῖ μοι</b> <b class="b2">it profits</b> me, <b class="b2">is better</b> for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις <span class="bibl">Lys.25.27</span>; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.<span class="title">Alc.</span>1.113d: c. inf., λ. προϊέναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span> 181b</span>; <b class="b3">τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν</b> thinking it <b class="b2">better</b> to be dead than alive, <span class="bibl">And.1.125</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>407a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.12</span> (v.l.), <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>27.17</span> (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., <b class="b2">it profits</b> one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν . . δικάζειν <span class="bibl">Hdt.1.97</span>; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ap.</span>22e</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>7.13</span>: sts. c. acc. pers., <b class="b2">it is good</b> that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα <span class="bibl">Hp. <span class="title">Fract.</span>19</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>406d</span>: abs., ἐλυσιτέλει γάρ <span class="bibl">Axionic.6.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in bad sense, <b class="b2">conspire</b>, as gloss on [[ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ]] (<span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>17</span>), Gal.15.494 (v.l. [[συντελεῖ]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> neut. part. as Subst., <b class="b3">τὸ λυσιτελοῦν</b> <b class="b2">profit, gain, advantage</b>, <span class="bibl">Th.6.85</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>336d</span>, <span class="bibl">D.2.28</span>; a wrong etym. is given in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417c</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''λῡσιτελέω''': [[κυρίως]], ἀποζημιώνω διὰ γενομένην δαπάνην, ἢ πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον καὶ ἀκολούθως «πληρώνω», δηλ. [[παρέχω]] ὠφέλειαν, [[παρέχω]] [[κέρδος]] (πρβλ. λύω V. 2), [[μετὰ]] δοτ., Ι. γ΄ ἑνικ. καὶ ἀπαρ., οὔ φημ’ ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο] Ἀριστοφ. Πλ. 509· λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ [[δικαιοσύνη]] Πλάτ. Πρωταγ. 327Β· [[τοιοῦτος]] οἷος δεσπότῃ λυσιτελεῖν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 15. 2) τὸ πλεῖστον ἀπροσ., λυσιτελεῖ μοι, μὲ ὠφελεῖ, [[εἶναι]] καλλίτερον δι’ ἐμέ, [[μετὰ]] μετοχ., οἷς λυσιτελεῖ πειθομένοις Λυσ. 174. 14· πολλοῖς δεῖ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Πλάτ. Ἄλκ. 1. 113D· ― μετ’ ἀπαρ., λ. προϊέναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Β· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, [[εἶναι]] καλλίτερον νὰ ἀποθάνῃ τις παρὰ νὰ ζῇ, Ἀνδοκ. 16. 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 407Α, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12· ― τὸ δὲ [[πρόσωπον]] ἐκφέρεται κατὰ δοτ., ὠφελεῖ τινα νὰ πράξῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν... δικάζειν Ἡρόδ. 1. 97· ὅτι μοι λυσιτελοῖ [[ὥσπερ]] ἔχω ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 7. 13· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] κατ’ αἰτ., = [[εἶναι]] καλὸν νά..., λυσιτελέει τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα [[μᾶλλον]] ἢ τὸ ἕτερον Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406D· ― ἀπολ., ἐλυσιτέλει γὰρ Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 6. ΙΙ. πλὴν τοῦ γ΄ ἑνικ., τὸ οὐδέτ. τῆς μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., τὸ λυσιτελοῦν, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], Πλάτ. Πολ. 336D, Δημ. 26. 16· τὰ λυσιτελοῦντα Θουκ. 6. 85, Πλάτ. κτλ.· τὸ [[τέλος]] λυσιτελοῦν καλέσαι Πλάτ. Κρατ. 417C.
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελέω Medium diacritics: λυσιτελέω Low diacritics: λυσιτελέω Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΩ
Transliteration A: lysiteléō Transliteration B: lysiteleō Transliteration C: lysiteleo Beta Code: lusitele/w

English (LSJ)

prop.

   A indemnify for expenses incurred, or pay what is due, and then 'pay', i.e. profit, avail (cf. λύω v. 2), c. dat.,    I with subject expressed, οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο] Ar.Pl.509; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Pl. Prt.327b; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν X.Mem.2.1.15.    2 mostly impers., λυσιτελεῖ μοι it profits me, is better for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys.25.27; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.Alc.1.113d: c. inf., λ. προϊέναι Id.Tht. 181b; τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν thinking it better to be dead than alive, And.1.125, cf. Pl.R.407a, X.Cyr.2.4.12 (v.l.), PHamb.27.17 (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., it profits one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν . . δικάζειν Hdt.1.97; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Pl. Ap.22e, cf. X.Hier.7.13: sts. c. acc. pers., it is good that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα Hp. Fract.19, cf. Pl.R.406d: abs., ἐλυσιτέλει γάρ Axionic.6.6.    3 in bad sense, conspire, as gloss on ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ (Hp. Acut.17), Gal.15.494 (v.l. συντελεῖ).    II neut. part. as Subst., τὸ λυσιτελοῦν profit, gain, advantage, Th.6.85, Pl.R.336d, D.2.28; a wrong etym. is given in Pl.Cra.417c.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελέω: κυρίως, ἀποζημιώνω διὰ γενομένην δαπάνην, ἢ πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον καὶ ἀκολούθως «πληρώνω», δηλ. παρέχω ὠφέλειαν, παρέχω κέρδος (πρβλ. λύω V. 2), μετὰ δοτ., Ι. γ΄ ἑνικ. καὶ ἀπαρ., οὔ φημ’ ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο] Ἀριστοφ. Πλ. 509· λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Πλάτ. Πρωταγ. 327Β· τοιοῦτος οἷος δεσπότῃ λυσιτελεῖν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 15. 2) τὸ πλεῖστον ἀπροσ., λυσιτελεῖ μοι, μὲ ὠφελεῖ, εἶναι καλλίτερον δι’ ἐμέ, μετὰ μετοχ., οἷς λυσιτελεῖ πειθομένοις Λυσ. 174. 14· πολλοῖς δεῖ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Πλάτ. Ἄλκ. 1. 113D· ― μετ’ ἀπαρ., λ. προϊέναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Β· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, εἶναι καλλίτερον νὰ ἀποθάνῃ τις παρὰ νὰ ζῇ, Ἀνδοκ. 16. 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 407Α, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12· ― τὸ δὲ πρόσωπον ἐκφέρεται κατὰ δοτ., ὠφελεῖ τινα νὰ πράξῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν... δικάζειν Ἡρόδ. 1. 97· ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 7. 13· ἀλλ’ ἐνίοτε κατ’ αἰτ., = εἶναι καλὸν νά..., λυσιτελέει τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα μᾶλλον ἢ τὸ ἕτερον Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406D· ― ἀπολ., ἐλυσιτέλει γὰρ Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 6. ΙΙ. πλὴν τοῦ γ΄ ἑνικ., τὸ οὐδέτ. τῆς μετοχ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., τὸ λυσιτελοῦν, ὠφέλεια, κέρδος, πλεονέκτημα, Πλάτ. Πολ. 336D, Δημ. 26. 16· τὰ λυσιτελοῦντα Θουκ. 6. 85, Πλάτ. κτλ.· τὸ τέλος λυσιτελοῦν καλέσαι Πλάτ. Κρατ. 417C.