ἀσυλία: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(13_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσῡλία''': ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) [[ἀσφάλεια]] προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, [[προνόμιον]] διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, [[εἶμεν]] δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· [[συχν]]. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) [[ἱερότης]], [[ἁγιωσύνη]], τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, [[ἀσυλία]] ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡλία Medium diacritics: ἀσυλία Low diacritics: ασυλία Capitals: ΑΣΥΛΙΑ
Transliteration A: asylía Transliteration B: asylia Transliteration C: asylia Beta Code: a)suli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inviolability, i.e.,    1 safety to the person, of suppliants, ἀ. βροτῶν A.Supp.610; of competitors at games, Plu.Arat.28; in Inscrr., as a privilege bestowed on one who has deserved well of the state, εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀ. καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG7.11 (Megara), cf. 2.551.80, 5(1).1226 (Lacon.), etc.    2 sanctity, inviolability of character, ἀ. ἱερέως D.H.11.25.    3 of a place of refuge, right of sanctuary, Plb.4.74.2; ἀσυλίαν παρέχειν Plu. 2.828d; freq. in Inscrr., ἀ. πόλεως καὶ χώρας IG12(5).1341 (Paros), etc.    4 exemption from contributions, Ph.2.250.

German (Pape)

[Seite 379] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡλία: ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) ἀσφάλεια προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, προνόμιον διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, εἶμεν δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· συχν. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) ἱερότης, ἁγιωσύνη, τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, ἀσυλία ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.