κυνέη: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(7)
 
(6_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kune/h
|Beta Code=kune/h
|Definition=Aeol. κυνία <span class="bibl">Alc.15.2</span>, Att. contr. κυνῆ <span class="title">IG</span>12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. <b class="b3">δορά</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dog's skin</b> (so only <span class="bibl">Anaxandr.65</span>), used for making soldiers' caps: hence in Ep., generally, <b class="b2">helmet</b>, <b class="b3">κ. ταυρείη, κτιδέη</b>, <span class="bibl">Il.10.257</span>, <span class="bibl">335</span>; <b class="b3">κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος</b>, <span class="bibl">3.316</span>, <span class="bibl">12.183</span>; κ. χρυσείη <span class="bibl">5.743</span>; once of a peasant's <b class="b2">cap</b>, αἰγείη κ. <span class="bibl">Od.24.231</span>; later <b class="b3">περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας</b> leathern <b class="b2">caps</b>, <span class="bibl">Hdt.7.77</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>268</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>445</span>; of the πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>314</span>; <b class="b3">Ἀρκὰς κ</b>., = [[Ἀρκαδικὸς πῖλος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>272</span>, cf. Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>72; but usu. <b class="b2">helmet</b>, <b class="b3">λάμπραι κ</b>. Alc.l.c.; κ. ἐπίχρυσος <span class="title">IG</span>12.l.c.; τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην <span class="bibl">Hdt.2.151</span>; κ. Κορινθίη <span class="bibl">Id.4.180</span>; Βοιωτία <span class="bibl">D.59.94</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.9.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Ἄϊδος κ</b>. mythical <b class="b2">helmet</b> which rendered the wearer invisible, worn by Athena, <span class="bibl">Il.5.845</span>; by Perseus, <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J., cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>227</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>390</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>612b</span>; Πλούτων κ. ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>.</span>
|Definition=Aeol. κυνία <span class="bibl">Alc.15.2</span>, Att. contr. κυνῆ <span class="title">IG</span>12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. <b class="b3">δορά</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dog's skin</b> (so only <span class="bibl">Anaxandr.65</span>), used for making soldiers' caps: hence in Ep., generally, <b class="b2">helmet</b>, <b class="b3">κ. ταυρείη, κτιδέη</b>, <span class="bibl">Il.10.257</span>, <span class="bibl">335</span>; <b class="b3">κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος</b>, <span class="bibl">3.316</span>, <span class="bibl">12.183</span>; κ. χρυσείη <span class="bibl">5.743</span>; once of a peasant's <b class="b2">cap</b>, αἰγείη κ. <span class="bibl">Od.24.231</span>; later <b class="b3">περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας</b> leathern <b class="b2">caps</b>, <span class="bibl">Hdt.7.77</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>268</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>445</span>; of the πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>314</span>; <b class="b3">Ἀρκὰς κ</b>., = [[Ἀρκαδικὸς πῖλος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>272</span>, cf. Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>72; but usu. <b class="b2">helmet</b>, <b class="b3">λάμπραι κ</b>. Alc.l.c.; κ. ἐπίχρυσος <span class="title">IG</span>12.l.c.; τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην <span class="bibl">Hdt.2.151</span>; κ. Κορινθίη <span class="bibl">Id.4.180</span>; Βοιωτία <span class="bibl">D.59.94</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.9.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Ἄϊδος κ</b>. mythical <b class="b2">helmet</b> which rendered the wearer invisible, worn by Athena, <span class="bibl">Il.5.845</span>; by Perseus, <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J., cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>227</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>390</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>612b</span>; Πλούτων κ. ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''κῠνέη''': Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· [[ὅθεν]] [[κυνέη]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, [[διότι]] εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· [[κυρίως]] δὲ ἡ [[κυνέη]] ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, [[ἔνθα]] καλεῖται [[καταῖτυξ]] καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ [[ὅταν]] δὲ καλῆται [[χαλκήρης]], [[χαλκοπάρῃος]], [[εὔχαλκος]], [[πάγχαλκος]], χρυσείη, [[πάλιν]] [[εἶναι]] δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, [[ὅπου]] [[κυνέη]] αἰγείη [[εἶναι]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ [[Ἡσίοδος]] ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ [[κυνέη]] Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ [[Περσεύς]], Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[σημασία]] ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· [[ὡσαύτως]], κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· [[καθόλου]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445.
}}
}}

Revision as of 11:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνέη Medium diacritics: κυνέη Low diacritics: κυνέη Capitals: ΚΥΝΕΗ
Transliteration A: kynéē Transliteration B: kyneē Transliteration C: kynei Beta Code: kune/h

English (LSJ)

Aeol. κυνία Alc.15.2, Att. contr. κυνῆ IG12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. δορά)

   A dog's skin (so only Anaxandr.65), used for making soldiers' caps: hence in Ep., generally, helmet, κ. ταυρείη, κτιδέη, Il.10.257, 335; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 3.316, 12.183; κ. χρυσείη 5.743; once of a peasant's cap, αἰγείη κ. Od.24.231; later περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας leathern caps, Hdt.7.77, cf. Ar.Nu.268, V.445; of the πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς S.OC314; Ἀρκὰς κ., = Ἀρκαδικὸς πῖλος, Id.Fr.272, cf. Paus.Gr.Fr.72; but usu. helmet, λάμπραι κ. Alc.l.c.; κ. ἐπίχρυσος IG12.l.c.; τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην Hdt.2.151; κ. Κορινθίη Id.4.180; Βοιωτία D.59.94, Thphr.HP3.9.6.    2 Ἄϊδος κ. mythical helmet which rendered the wearer invisible, worn by Athena, Il.5.845; by Perseus, Pherecyd.11 J., cf. Hes.Sc.227, Ar.Ach.390, Pl.R.612b; Πλούτων κ. ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον Porph. ap. Eus.PE3.11.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνέη: Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· ὅθεν κυνέη παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, διότι εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· κυρίως δὲ ἡ κυνέη ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, ἔνθα καλεῖται καταῖτυξ καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ ὅταν δὲ καλῆται χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, εὔχαλκος, πάγχαλκος, χρυσείη, πάλιν εἶναι δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ εἶναι πάντοτε κάλυμμα τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, ὅπου κυνέη αἰγείη εἶναι κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ Ἡσίοδος ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ κυνέη Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ Ἀθηνᾶ ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ Περσεύς, Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ σημασία ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ ἐνίοτε ἐσήμαινεν ἁπλῶς περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡσαύτως, κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· καθόλου, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445.