ἐπίχαρις: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίχᾰρις''': ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, [[εὐάρεστος]], [[εὐχάριστος]], [[θελκτικός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 910 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ δάκτυλον, [[οἷον]] τὸ [[εὔχαρις]]), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· [[χάρις]] οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· [[θηρίον]] ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, [[τρόπος]] [[εὐάρεστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[εἶναι]] ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ [[ἐπιχάριτος]]), [[συχν]]. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. [[ἐπιχαρίττως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. [[ἐπιχαρίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι,
A pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4 ; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐ., of the hare, X.Cyn.5.33 ; τὸ ἐ. pleasantness of manner, Id.An.2.6.12 ; elegance, of mathematical study, Pl.R.528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχάρ-τως Id.Ap.4, Isoc.15.8 ; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.
German (Pape)
[Seite 1002] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.