παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(13_3)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ [[φιλονεικία]] Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ [[φιλονεικία]] Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
}}
{{ls
|lstext='''παροξυσμός''': ὁ, [[ἐρεθισμός]], φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν [[παροξυσμός]], [[ὥστε]] χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ [[κίνημα]] παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, [[παρακίνησις]] ἢ [[παρόρμησις]] πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provokingor exciting to . ., Ep.Hebr.10.24.    2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.