εὐπινής: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(CSV import) |
(6_7) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)pinh/s | |Beta Code=eu)pinh/s | ||
|Definition=ές, (πίνος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">neat, tidy</b>, οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. <span class="title">Melanipp.Capt.Fr.</span>6.11 (s. v.l.); so perh. <span class="bibl">Cratin.414</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">bright, decorative</b>, <b class="b3">τὸν χαλκὸν . . ἔφασαν . . λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου</b> (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.3.5</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">7</span>: hence metaph., of the style of ancient writers, <b class="b2">elegant, simple, quaint</b>, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat <b class="b3">εὐπινὲς</b> et urbanum, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span> 12.6.3</span> (Adv. -<b class="b3">νῶς</b> ib.<span class="bibl">15.17.2</span>); as v.l. for [[ἀπηνής]], [[ἁρμονία]] D.H.<span class="title">Comp.</span> <span class="bibl">22</span>. (<b class="b3">εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος</b>, <b class="b2">Et.Gud.d</b>, EM395.4: <b class="b3">εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον</b>, Phot.) </span> | |Definition=ές, (πίνος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">neat, tidy</b>, οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. <span class="title">Melanipp.Capt.Fr.</span>6.11 (s. v.l.); so perh. <span class="bibl">Cratin.414</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">bright, decorative</b>, <b class="b3">τὸν χαλκὸν . . ἔφασαν . . λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου</b> (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.3.5</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">7</span>: hence metaph., of the style of ancient writers, <b class="b2">elegant, simple, quaint</b>, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat <b class="b3">εὐπινὲς</b> et urbanum, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span> 12.6.3</span> (Adv. -<b class="b3">νῶς</b> ib.<span class="bibl">15.17.2</span>); as v.l. for [[ἀπηνής]], [[ἁρμονία]] D.H.<span class="title">Comp.</span> <span class="bibl">22</span>. (<b class="b3">εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος</b>, <b class="b2">Et.Gud.d</b>, EM395.4: <b class="b3">εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον</b>, Phot.) </span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐπινής''': -ές, ([[πίνος]]) ὁ ἱκανὸν πίνον, [[ἤτοι]] [[ῥύπον]] ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, [[καλῶς]] γεγυμνασμένος, [[ῥωμαλέος]], Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλοῦς]], [[ἀφελής]], [[φυσικός]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, [[αὐτόθι]] 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. : πρβλ. [[πίνος]], [[εὐπίνεια]], [[ἀρχαιοπινής]], [[πινόομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (πίνος)
A neat, tidy, οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. Melanipp.Capt.Fr.6.11 (s. v.l.); so perh. Cratin.414. II bright, decorative, τὸν χαλκὸν . . ἔφασαν . . λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. Orib.49.3.5 (Comp.), cf. 7: hence metaph., of the style of ancient writers, elegant, simple, quaint, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat εὐπινὲς et urbanum, Cic.Att. 12.6.3 (Adv. -νῶς ib.15.17.2); as v.l. for ἀπηνής, ἁρμονία D.H.Comp. 22. (εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος, Et.Gud.d, EM395.4: εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον, Phot.)
Greek (Liddell-Scott)
εὐπινής: -ές, (πίνος) ὁ ἱκανὸν πίνον, ἤτοι ῥύπον ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, καλῶς γεγυμνασμένος, ῥωμαλέος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, κυρίως ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλοῦς, ἀφελής, φυσικός, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, αὐτόθι 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. : πρβλ. πίνος, εὐπίνεια, ἀρχαιοπινής, πινόομαι.