συμμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] ion. [[συμμαχέομαι]] (Her.), dep. med. (s. [[μάχομαι]]), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; [[ξίφος]] συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] ion. [[συμμαχέομαι]] (Her.), dep. med. (s. [[μάχομαι]]), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; [[ξίφος]] συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.
}}
{{ls
|lstext='''συμμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, εἶμαι [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· [[καθόλου]], βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[συντρέχω]], τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ [[πιθανότης]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, [[ἐναντίον]] τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ [[συμμαχέω]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχομαι Medium diacritics: συμμάχομαι Low diacritics: συμμάχομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: symmáchomai Transliteration B: symmachomai Transliteration C: symmachomai Beta Code: summa/xomai

English (LSJ)

fut.

   A -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.

German (Pape)

[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.