ἀρύταινα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(13_2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν [[σκεῦος]] ᾡ τὸ [[ἔλαιον]] ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν [[σκεῦος]] ᾡ τὸ [[ἔλαιον]] ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρύταινα''': [ῠ], ης, ἡ, θηλυκ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀρυτήρ]], [[εἶδος]] ἐλαιοδοχείου, ἀλλ’ ἐγὼ εἶδον [[ὄναρ]], καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν, «χαλκοῦν [[σκεῦος]], ᾧ τὸ [[ἔλαιον]] ἐγχέουσιν εἰς λύχνους» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1091· λεκάνιον [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο ἐν τοῖς βαλανείοις ὡς νῦν τὸ «τάσι» πρὸς ἐπίχυσιν ὕδατος, κατασκεδῶ, νὴ τὴν φίλην Δήμητρα... ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· δεινὸς δὲ καὶ πρὸς τὰ χαλκεῖα τὰ ἐν τῷ βαλανείῳ προσελθὼν καὶ βάψας ἀρύταιναν, βοῶντος τοῦ βαλανέως, αὐτὸς [[αὐτοῦ]] καταχέασθαι Θεοφρ. Χαρ. 9· ἴδε καὶ Α. Β. 20, 22: πρβλ. [[ἀρύβαλλος]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύταινα Medium diacritics: ἀρύταινα Low diacritics: αρύταινα Capitals: ΑΡΥΤΑΙΝΑ
Transliteration A: arýtaina Transliteration B: arytaina Transliteration C: arytaina Beta Code: a)ru/taina

English (LSJ)

[ᾰρῠ], ης, ἡ, fem. of ἀρυτήρ, Ar.Eq.1092, Antiph.25.3, Thphr.Char.9.8, PMagd.33.3 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν σκεῦος ᾡ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύταινα: [ῠ], ης, ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ ἀρυτήρ, εἶδος ἐλαιοδοχείου, ἀλλ’ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν, «χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1091· λεκάνιον ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν τοῖς βαλανείοις ὡς νῦν τὸ «τάσι» πρὸς ἐπίχυσιν ὕδατος, κατασκεδῶ, νὴ τὴν φίλην Δήμητρα... ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· δεινὸς δὲ καὶ πρὸς τὰ χαλκεῖα τὰ ἐν τῷ βαλανείῳ προσελθὼν καὶ βάψας ἀρύταιναν, βοῶντος τοῦ βαλανέως, αὐτὸς αὐτοῦ καταχέασθαι Θεοφρ. Χαρ. 9· ἴδε καὶ Α. Β. 20, 22: πρβλ. ἀρύβαλλος.