ἀπελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(13_6b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] (s. [[ἐλαύνω]]), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσθαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] (s. [[ἐλαύνω]]), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσθαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπελαύνω''': [[ὡσαύτως]] ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, [[ἀποβάλλω]] ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, [[ἀποδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: [[ἀποδιώκω]], τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: [[ἀποκλείω]], τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: [[ἀποτρέπω]], ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: [[ἀποκλείω]] ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, [[ἀποκρούω]], [[ἀποτρέπω]] ἀπ’ [[αὐτοῦ]] Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 4. 92: [[ἐντεῦθεν]], [[συχνάκις]], ἀπολ. ὡς τὸ [[ἀπάγω]], [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: [[ὡσαύτως]] (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) [[ἀπέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, [[ἐνθεῦτεν]] Ἡρόδ. 5. 94· [[ἐντεῦθεν]] εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς [[πρός]] τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· [[ὡσαύτως]], ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, [[οὔτε]] καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελαύνω Medium diacritics: ἀπελαύνω Low diacritics: απελαύνω Capitals: ΑΠΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: apelaúnō Transliteration B: apelaunō Transliteration C: apelayno Beta Code: a)pelau/nw

English (LSJ)

also ἀπέλα as imper. from pres. ἀπελάω, X.Cyr.8.3.32; Dor. impf. ἀπήλαον vulg. in Ar.Lys.1001 (but prob. ἀπήλααν,

   A = ἀπήλασαν, should be read): fut. -ελάσω LXXEz.34.12; Att. -ελῶ (also in Hdt.8.102): pf. -ελήλακα X.Cyr.4.2.10:—Pass., aor. -ηλάθην [ᾰ]: pf. part. ἀπεληλαμένος Artem.4 Prooem.:—Med., aor. -ηλασάμην AP7.303 (Antip. Sid.):—drive away, expel from a place, τινὰ δόμων, πόλεως, etc., E.Alc.553, etc.; ἀπὸ τόπου X.Cyr.3.2.16; ἀ. τινά drive away, banish him, S.OC93,1356, etc.; expel (from a society), X.An. 3.1.32; exclude, keep at a distance, Ar.Eq.58; remove, φόβον τινί X. Cyr.4.2.10; exclude from a thing, Id.HG3.2.31:—Med., ἀ. τί τινος ward off, avert from him, APl.c.    2 ἀ. στρατιήν lead away an army, Hdt.4.92: freq. abs. like ἀπάγω, march, depart, ἐς τὰς Σάρδις Id.1.77, cf. 5.25, etc.; πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς Id.8.102; also (sc. ἵππον) ride away, X.Smp.9.7, etc.    II Pass., to be driven away, ἐνθεῦτεν Hdt.5.94; ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον X.Cyr.1.2.3; γῆς ἐμῆς πρός τινος S.OC599; to be excluded from a thing, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς] from the command, Hdt.7.161, cf. X.Cyr.1.2.15; τῆς πολιτείας Lys.18.5; τῶν ἀρχῶν Pl.R.564d; ἀ. τῆς φροντίδος to be far from, Hdt.7.205; ἐς πατέρ' ἀπηλάθην τύχης was barred from [good] fortune on my father's side, E.HF63; ἀ. φιλίας Them.Or.7.90c.

German (Pape)

[Seite 286] (s. ἐλαύνω), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσθαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' ἑαυτοῦ Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελαύνω: ὡσαύτως ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, ἀποβάλλω ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, ἀποδιώκω, ἐξορίζω, Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: ἀποδιώκω, τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: ἀποκλείω, τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: ἀποτρέπω, ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: ἀποκλείω ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, ἀποκρούω, ἀποτρέπω ἀπ’ αὐτοῦ Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ στράτευμα, Ἡρόδ. 4. 92: ἐντεῦθεν, συχνάκις, ἀπολ. ὡς τὸ ἀπάγω, ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: ὡσαύτως (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) ἀπέρχομαι ἔφιππος, Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, ἐνθεῦτεν Ἡρόδ. 5. 94· ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς πρός τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· ὡσαύτως, ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, οὔτε καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.