ἐλάτη: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0790.png Seite 790]] ἡ (nach den Alten schon von ἐλᾶν, ἐς [[ὕψος]] ἀνατετάσθαι, also die hoch aufschießende), Fichte, Rothtanne, pinus abies; [[οὐρανομήκης]] Od. 5, 239; öfter ὑψηλή, wie bei den Folgdn; von [[πεύκη]] unterschieden, Plat. Legg. VI, 735 c. – Uebertr., das Ruder, aus Tannenholz; ξεσταί Od. 12, 172 u. öfter; Eur. Alc. 444 [[δίκωπος]], Kahn, u. öfter bei ihm von Schiffen. – Nach Hesych. u. Epicharm. bei Ath. II, 70 f eine Gemüseart; auch, nach Diosc., der junge Trieb der Palme.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0790.png Seite 790]] ἡ (nach den Alten schon von ἐλᾶν, ἐς [[ὕψος]] ἀνατετάσθαι, also die hoch aufschießende), Fichte, Rothtanne, pinus abies; [[οὐρανομήκης]] Od. 5, 239; öfter ὑψηλή, wie bei den Folgdn; von [[πεύκη]] unterschieden, Plat. Legg. VI, 735 c. – Uebertr., das Ruder, aus Tannenholz; ξεσταί Od. 12, 172 u. öfter; Eur. Alc. 444 [[δίκωπος]], Kahn, u. öfter bei ihm von Schiffen. – Nach Hesych. u. Epicharm. bei Ath. II, 70 f eine Gemüseart; auch, nach Diosc., der junge Trieb der Palme.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλάτη''': ᾰ, ἡ, κοινῶς ὁ «ἔλατος», Λατ. pinus picea, περιγραφομένη ὡς ὑψηλὴ Ἰλ. Ε. 560·Ϗ [[περιμήκετος]] Ξ. 286˙ [[οὐρανομήκης]] Ὀδ. Ε. 239˙ χρησιμεύουσα ὡς ἱστὸς (ἴδε [[ἐλάτινος]]): - διακρινομένη ὑπὸ Θεοφρ. εἰς δύο εἴδη, ἐλ. ἄρρην καὶ θήλεια, [[ἴσως]] ἡ τῶν βοτανολόγων, pinus abies καὶ p. picea, π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6˙ ἀλλ’ ὅρα Daubeny «Δένδρα τῶν Ἀρχαίων» σ. 26 κἑξ. ΙΙ. [[κώπη]], ὡς κατασκευασθεῖσα ἐξ [[ἐλάτης]], λεύκαινον [[ὕδωρ]] ξεστῇς ἐλάτῃσιν Ὀδ. Μ. 172, πρβλ. Ἰλ. Η. 5˙ μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[πλοῖον]] ἢ [[λέμβος]], ὡς το Λατ. abies, Εὐρ. Φοίν. 208, Ἄλκ. 444. ΙΙΙ. [[περικάλυμμα]] τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων [[εἰσέτι]] ἀνθούντων, ὃ καὶ σπάθην καλοῦσι, Διοσκ. 1. 150˙ πρβλ. Ἐπίχ. 112 Ahr. (Ἴσως «παρὰ τὸ ἐλᾶν, ὅ ἐστιν ἐς [[ὕψος]] ἀνατετάσθαι» Εὐστ.).
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάτη Medium diacritics: ἐλάτη Low diacritics: ελάτη Capitals: ΕΛΑΤΗ
Transliteration A: elátē Transliteration B: elatē Transliteration C: elati Beta Code: e)la/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A silver fir, Abies cephalonica, ὑψηλή Il.5.560; περιμήκετος κετος 14.287; οὐρανομήκης Od.5.239, cf. Thphr.HP3.9.6, etc.; also, Abies pectinata, ib.5.8.3.    II oar, as made of pine-wood, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Od.12.172, cf. Il.7.5; later, ship or boat, E.Ph.208 (lyr.), Alc.444 (lyr.).    III the spathe of the date inflorescence, Dsc.1.109.4 (but, = βόρασσος (q.v.), ib.5), cf. Epich.160, Gal.12.151.    IV sea-weed supposed to resemble the fir, Cystoseira Abies-marina, Thphr.HP4.6.2.

German (Pape)

[Seite 790] ἡ (nach den Alten schon von ἐλᾶν, ἐς ὕψος ἀνατετάσθαι, also die hoch aufschießende), Fichte, Rothtanne, pinus abies; οὐρανομήκης Od. 5, 239; öfter ὑψηλή, wie bei den Folgdn; von πεύκη unterschieden, Plat. Legg. VI, 735 c. – Uebertr., das Ruder, aus Tannenholz; ξεσταί Od. 12, 172 u. öfter; Eur. Alc. 444 δίκωπος, Kahn, u. öfter bei ihm von Schiffen. – Nach Hesych. u. Epicharm. bei Ath. II, 70 f eine Gemüseart; auch, nach Diosc., der junge Trieb der Palme.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτη: ᾰ, ἡ, κοινῶς ὁ «ἔλατος», Λατ. pinus picea, περιγραφομένη ὡς ὑψηλὴ Ἰλ. Ε. 560·Ϗ περιμήκετος Ξ. 286˙ οὐρανομήκης Ὀδ. Ε. 239˙ χρησιμεύουσα ὡς ἱστὸς (ἴδε ἐλάτινος): - διακρινομένη ὑπὸ Θεοφρ. εἰς δύο εἴδη, ἐλ. ἄρρην καὶ θήλεια, ἴσως ἡ τῶν βοτανολόγων, pinus abies καὶ p. picea, π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6˙ ἀλλ’ ὅρα Daubeny «Δένδρα τῶν Ἀρχαίων» σ. 26 κἑξ. ΙΙ. κώπη, ὡς κατασκευασθεῖσα ἐξ ἐλάτης, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Ὀδ. Μ. 172, πρβλ. Ἰλ. Η. 5˙ μεταγεν. ὡσαύτως, πλοῖονλέμβος, ὡς το Λατ. abies, Εὐρ. Φοίν. 208, Ἄλκ. 444. ΙΙΙ. περικάλυμμα τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων εἰσέτι ἀνθούντων, ὃ καὶ σπάθην καλοῦσι, Διοσκ. 1. 150˙ πρβλ. Ἐπίχ. 112 Ahr. (Ἴσως «παρὰ τὸ ἐλᾶν, ὅ ἐστιν ἐς ὕψος ἀνατετάσθαι» Εὐστ.).