χροιά: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(13_6b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] ἡ, ep. u. ion. χροιή, att. χροία u. [[χρόα]], Lob. Phryn. p. 416, – 1) die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die Haut; der Körper, Leib selbst; εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. 14, 164; κατὰ χροιὴν ῥέει [[ἱδρώς]] Theogn. 1071; ὄζειν τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar. Plut. 1020. – 2) die Oberfläche als etwas Gefärbtes, die<b class="b2"> Farbe</b> selbst, bes. die Farbe der Haut; χροιᾶς ἀμείψεις [[ἄνθος]] Aesch. Prom. 23; χροιὰν ἀλλάξασα Eur. Med. 1168; λευκὴν χροιὰν ἔχεις Bacch. 457; ὠχρά Ar. Nub. 1003, u. öfter; Plat. Conv. 196 a u. öfter, immer in der Form [[χρόα]]. – Bei den Pythagoreern die Fläche od. die Gränze jedes Körpers. – In der Musik ein gewisses Tongeschlecht, wie [[χρῶμα]], Plut. de mus. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] ἡ, ep. u. ion. χροιή, att. χροία u. [[χρόα]], Lob. Phryn. p. 416, – 1) die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die Haut; der Körper, Leib selbst; εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. 14, 164; κατὰ χροιὴν ῥέει [[ἱδρώς]] Theogn. 1071; ὄζειν τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar. Plut. 1020. – 2) die Oberfläche als etwas Gefärbtes, die<b class="b2"> Farbe</b> selbst, bes. die Farbe der Haut; χροιᾶς ἀμείψεις [[ἄνθος]] Aesch. Prom. 23; χροιὰν ἀλλάξασα Eur. Med. 1168; λευκὴν χροιὰν ἔχεις Bacch. 457; ὠχρά Ar. Nub. 1003, u. öfter; Plat. Conv. 196 a u. öfter, immer in der Form [[χρόα]]. – Bei den Pythagoreern die Fläche od. die Gränze jedes Körpers. – In der Musik ein gewisses Tongeschlecht, wie [[χρῶμα]], Plut. de mus. 34.
}}
{{ls
|lstext='''χροιά''': Ἐπικ. καὶ Ἰων. χροιή, Ἰλ., (παρὰ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλ. 28 χροϊά). Ἀττ. χροιὰ καὶ [[χρόα]], τὸ δεύτερον ἀεὶ παρὰ Πλάτ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 496· (ἴδε [[χρώς]])· ἡ [[ἐπιφάνεια]] σώματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἡ ἐπιδερμίς, [[ὅθεν]] καὶ αὐτὸ τὸ [[σῶμα]], παραδραθέειν φιλότητι ᾗ χροιῇ Ἰλ. Ξ. 164· κατὰ χροιήν ῥέει [[ἱδρώς]] Θέογν. 1011· ὄζειν .. τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ἀριστοφ. Πλ. 1020· πρβλ. [[χρώς]]. ΙΙ. ἡ [[ἐπιφάνεια]] πράγματός τινος, τὸ [[χρῶμα]] [[αὐτοῦ]], [[χρῶμα]], Θέογν. 451, Αἰσχύλ. Πρ. 493, Εὐρ. Κύκλ. 517· ἔστι.. [[χρόα]] [[ἀπορροή]] σχημάτων ὄψει [[σύμμετρος]] καὶ αἰσθητὸς Πλάτ. Μένων 76D, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 3, 15· αἱ χρόαι ἃπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῦ φωτός, καὶ τῶν ὑποκειμένων [χρωμάτων;] περὶ Χρωμάτ. 3, 14. 2) [[μάλιστα]] τὸ [[χρῶμα]] τοῦ δέρματος, χροιᾶς ἀμείψεις [[ἄνθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 23· χροιάν ἀλλάξασα Εὐρ. Μήδ. 1168· λευκὴν χροιὰν ἔχεις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 457, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1008, 1012· χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι, μὲ [[χρῶμα]] ἐξ οὗ οὐδὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ περὶ τῶν πεπραγμένων, Εὐρ. Ὀρ. 1318· χρόαν.. τὴν σὴν [[ἥλιος]].. αἰγυπτιώσει Κωμικ. Ἀνώνυμ. 95b· χρόας [[κάλλος]] Πλάτ. Συμπ. 196 Α. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τῶν Πυθαγορείων ἡ [[ἐπιφάνεια]] σώματός τινος, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ.3. 5, Πλούτ. 2. 883C. IV. ἐν τῇ μουσικῇ, [[ἰδιαίτερος]] χρωματισμὸς τῆς μελῳδίας, ὡς τὸ [[χρῶμα]] v, Πλούτ. 2. 1143 Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Γρηγ. Κορίνθου 220 ἐν σημ., Ἀρκάδ. σ. 100.
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χροιά Medium diacritics: χροιά Low diacritics: χροιά Capitals: ΧΡΟΙΑ
Transliteration A: chroiá Transliteration B: chroia Transliteration C: chroia Beta Code: xroia/

English (LSJ)

Ep. and Ion. χροιή, Il.14.164, Thgn.1017 (in Call.Lav. Pall.28 χροϊά (χροίην codd.)), Att. χροιά and χρόα, the latter always in Pl. (v. infr.), also in Phld.D.3.9,

   A sign.5, al. (v. χρώς):—skin, esp. of the human body, hence the body itself, παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. l.c.; κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς Thgn. l.c.; ὄζειν . . τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar.Pl.1020; τὰ ἐξανθεῦντα ἐς τὴν χροιὴν (skin, surface) ἢ χροιῇ (colour, signf. 11) ἢ οἰδήμασι Hp.de Arte9: cf. χρώς.    2 metaph., 'skin', i.e. surface, Pythagorean term, Arist.Sens.439a31, Placit.1.15.2, Theol.Ar.18(pl.); χ. ἐπίπεδος ib.10; so perh. in Epicur.Fr.81, Phld.Sign.5, al.    3 appearance to the eye, of heavenly bodies, Id.D.3.9.    II superficial appearance of a thing, its colour, Thgn.451, A.Pr.493, E.Cyc.517(lyr.); παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν Sapph.20, cf. Numen. ap. Ath.7.282a; τοιοῦτον (sc. ἐρυθρόν) εἶναι τῇ χροιᾷ τὸ μέλι Porph.Antr.16; ἔστιν . . χρόα ἀπορροὴ σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητός Pl.Men.76d; νόμῳ χροιή . . ἐτεῇ δ' ἄτομα καὶ κενόν Democr.125, cf. Anaxag.4, Arist. Sens.440a8; ἐκ τριῶν τὰς χρόας ἅπασας μεμεγμένας, τοῦ φωτός, καὶ δι' ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων Id.Col. 793b33.    2 esp. colour of the skin, complexion, χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6; χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος A.Pr.23; χροιὰν ἀλλάξασα E.Med.1168; λευκὴν χ. ἐκ παρασκευῆς ἔχεις Id.Ba.457, cf. Ar.Nu. 1012(anap.); χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι with colour that gives no hint of what has passed, E.Or.1318; χρόαν . . τὴν σὴν ἥλιος . . αἰγυπτιώσει Pl.Com(?).p.615K. (post Fr.55); χρόας κάλλος Pl.Smp. 196a; ἐρίζοι καὶ γάλακι χροιήν Call.Hec.1.4.3.    III in Music, nuance of a scale, Plu.2.1143e.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.301, al.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, ep. u. ion. χροιή, att. χροία u. χρόα, Lob. Phryn. p. 416, – 1) die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die Haut; der Körper, Leib selbst; εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι ᾑ χροιῇ Il. 14, 164; κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς Theogn. 1071; ὄζειν τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar. Plut. 1020. – 2) die Oberfläche als etwas Gefärbtes, die Farbe selbst, bes. die Farbe der Haut; χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος Aesch. Prom. 23; χροιὰν ἀλλάξασα Eur. Med. 1168; λευκὴν χροιὰν ἔχεις Bacch. 457; ὠχρά Ar. Nub. 1003, u. öfter; Plat. Conv. 196 a u. öfter, immer in der Form χρόα. – Bei den Pythagoreern die Fläche od. die Gränze jedes Körpers. – In der Musik ein gewisses Tongeschlecht, wie χρῶμα, Plut. de mus. 34.

Greek (Liddell-Scott)

χροιά: Ἐπικ. καὶ Ἰων. χροιή, Ἰλ., (παρὰ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλ. 28 χροϊά). Ἀττ. χροιὰ καὶ χρόα, τὸ δεύτερον ἀεὶ παρὰ Πλάτ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 496· (ἴδε χρώς)· ἡ ἐπιφάνεια σώματός τινος, μάλιστα δὲ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἡ ἐπιδερμίς, ὅθεν καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα, παραδραθέειν φιλότητι ᾗ χροιῇ Ἰλ. Ξ. 164· κατὰ χροιήν ῥέει ἱδρώς Θέογν. 1011· ὄζειν .. τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ἀριστοφ. Πλ. 1020· πρβλ. χρώς. ΙΙ. ἡ ἐπιφάνεια πράγματός τινος, τὸ χρῶμα αὐτοῦ, χρῶμα, Θέογν. 451, Αἰσχύλ. Πρ. 493, Εὐρ. Κύκλ. 517· ἔστι.. χρόα ἀπορροή σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητὸς Πλάτ. Μένων 76D, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 3, 15· αἱ χρόαι ἃπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῦ φωτός, καὶ τῶν ὑποκειμένων [χρωμάτων;] περὶ Χρωμάτ. 3, 14. 2) μάλιστα τὸ χρῶμα τοῦ δέρματος, χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος Αἰσχύλ. Πρ. 23· χροιάν ἀλλάξασα Εὐρ. Μήδ. 1168· λευκὴν χροιὰν ἔχεις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 457, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1008, 1012· χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι, μὲ χρῶμα ἐξ οὗ οὐδὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ περὶ τῶν πεπραγμένων, Εὐρ. Ὀρ. 1318· χρόαν.. τὴν σὴν ἥλιος.. αἰγυπτιώσει Κωμικ. Ἀνώνυμ. 95b· χρόας κάλλος Πλάτ. Συμπ. 196 Α. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τῶν Πυθαγορείων ἡ ἐπιφάνεια σώματός τινος, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ.3. 5, Πλούτ. 2. 883C. IV. ἐν τῇ μουσικῇ, ἰδιαίτερος χρωματισμὸς τῆς μελῳδίας, ὡς τὸ χρῶμα v, Πλούτ. 2. 1143 Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Γρηγ. Κορίνθου 220 ἐν σημ., Ἀρκάδ. σ. 100.