προνωπής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(13_6a)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ές, = [[πρηνής]] (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]], Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, [[ἄγαν]] προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, [[ἤδη]] [[προνωπής]] ἐστι (sc. εἰς τὸ [[θανεῖν]]) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ές, = [[πρηνής]] (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]], Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, [[ἄγαν]] προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, [[ἤδη]] [[προνωπής]] ἐστι (sc. εἰς τὸ [[θανεῖν]]) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.
}}
{{ls
|lstext='''προνωπής''': -ές, = [[πρηνής]], Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη [[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, [[αὐτόθι]] 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, [[ἐπιρρεπής]], [[ἄγαν]] πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προνωπής]]· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ [[προπετής]], ἕτοιμος, [[πρόχειρος]]». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνωπής Medium diacritics: προνωπής Low diacritics: προνωπής Capitals: ΠΡΟΝΩΠΗΣ
Transliteration A: pronōpḗs Transliteration B: pronōpēs Transliteration C: pronopis Beta Code: pronwph/s

English (LSJ)

ές,

   A stooping forwards, with head inclined, στείχει π., of one in deep grief, E.Alc.186; π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, of one dying, ib.143; π. λαβεῖν to take her as she fell fainting forward, of the ministers of the altar taking up lphigenia, A.Ag.234 (lyr.).    2 metaph., inclined, ready, ἄγαν π. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr.729. (Cf. νωπέομαι.)

German (Pape)

[Seite 736] ές, = πρηνής (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, ἤδη προνωπής ἐστι (sc. εἰς τὸ θανεῖν) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.

Greek (Liddell-Scott)

προνωπής: -ές, = πρηνής, Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, αὐτόθι 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, ἐπιρρεπής, ἄγαν πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προνωπής· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ προπετής, ἕτοιμος, πρόχειρος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.