μικρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(13_6a)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem [[σεμνός]] entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ [[ὀργίλος]] καὶ [[φιλόνεικος]], Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der [[μεγαλοψυχία]] entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem [[σεμνός]] entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ [[ὀργίλος]] καὶ [[φιλόνεικος]], Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der [[μεγαλοψυχία]] entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.
}}
{{ls
|lstext='''μῑκρολόγος''': ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε [[μικρός]])· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· [[ἑπομένως]], Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. [[ἐμβάδας]]) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, [[φιλόνεικος]], Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· [[μικροπρεπής]], Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολόγος Medium diacritics: μικρολόγος Low diacritics: μικρολόγος Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mikrológos Transliteration B: mikrologos Transliteration C: mikrologos Beta Code: mikrolo/gos

English (LSJ)

or σμικρ-, ον,

   A counting trifles, careful about trifles; and so,    1 caring about petty expenses, penurious, D.59.36, Thphr. Char.10.1, Hyp.Fr.255, etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) Men.109.4.    2 cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; petty, Pl.Smp.210d. Adv. -γως Plu.2.730b.

German (Pape)

[Seite 184] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολόγος: ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε μικρός)· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· ἑπομένως, Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, φειδωλός, γλίσχρος, Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. ἐμβάδας) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, φιλόνεικος, Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· μικροπρεπής, Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.