ψάμμος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(13_5) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ἡ, bei Archimed. immer ὁ, 1) der <b class="b2">Sand</b>, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριθμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; [[παραλία]] Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ἡ, bei Archimed. immer ὁ, 1) der <b class="b2">Sand</b>, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριθμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; [[παραλία]] Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψάμμος''': ἡ, παρ’ Ἀρχιμήδ. ἀείποτε ὁ· ― [[ἄμμος]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ [[ψάμαθος]] μόνον ἐν Ὀδ. μ. 513· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. (8. 71) καὶ ἐφεξ. συχνότατον: ψ. παραλία Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 273· ― ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, αἱ ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ἐσκεδασμέναι ψάμμοι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 130· ― παροιμ., [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν Πινδ. Ὀδ. 2. 178· [[οἶδα]] δ’ ἐγὼ ψάμμου τ’ ἀριθμὸν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἐκ ψάμμου [[σχοινίον]] πλέκειν, ἐπὶ τῶν ματαίως ἐργαζομένων, Ἀριστείδ. 2. 309· ἐπὶ πράγματος μηδεμίαν ἔχοντος ἀξίαν, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄ , 10), Δίων Χρυσ. 2. 425· οὕτω, ψάμμου ἄξιον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 212C. ΙΙ. ἡ [[ψάμμος]], ἡ [[ἀμμώδης]] ἔρημος τῆς Λιβύης, Ἡρόδ. 3. 25., 4. 173. (Ἴσως ἐκ τοῦ ψάω· [[ἄνευ]] τοῦ ψ γίνεται [[ἄμμος]], ποιητικῶς δὲ ἐκτείνεται εἰς [[ψάμαθος]], [[ἄμαθος]]· πρβλ. Λατ. sab- ulum, sab- urra). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, but in Archim.Aren.1.1, al., always ὁ:—
A sand, used by Hom. for ψάμαθος only in Od.12.243, later very freq., Hdt.8.71, etc.: pl., grains of sand, αἱ ἀπ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι S.E.P.1.130: prov., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Pi.O.2.98; οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν Orac. ap. Hdt.1.47; ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, of labour in vain, Aristid.2.309J.; of something worthless, LXX Wi.7.9, D. Chr.77/8.30; ψάμμου ἄξιον Oenom. ap. Eus.PE5.21. 2 metallic ore used by alchemists, in pl., Olymp.Alch.p.106B., Zos.Alch. p.239 B. II ἡ ψ. the sandy desert of Libya, the sand, Hdt.3.25, 4.173; πλείστης ψάμμου OGI666.27 (Egypt, i A. D.). (Prob. Ψαφ-μος, cf. ψαφαρός, ψῆφος, Lat. sabulum.)
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, bei Archimed. immer ὁ, 1) der Sand, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριθμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; παραλία Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψάμμος: ἡ, παρ’ Ἀρχιμήδ. ἀείποτε ὁ· ― ἄμμος· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ ψάμαθος μόνον ἐν Ὀδ. μ. 513· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. (8. 71) καὶ ἐφεξ. συχνότατον: ψ. παραλία Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 273· ― ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, αἱ ἀπ’ ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 130· ― παροιμ., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Πινδ. Ὀδ. 2. 178· οἶδα δ’ ἐγὼ ψάμμου τ’ ἀριθμὸν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, ἐπὶ τῶν ματαίως ἐργαζομένων, Ἀριστείδ. 2. 309· ἐπὶ πράγματος μηδεμίαν ἔχοντος ἀξίαν, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄ , 10), Δίων Χρυσ. 2. 425· οὕτω, ψάμμου ἄξιον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 212C. ΙΙ. ἡ ψάμμος, ἡ ἀμμώδης ἔρημος τῆς Λιβύης, Ἡρόδ. 3. 25., 4. 173. (Ἴσως ἐκ τοῦ ψάω· ἄνευ τοῦ ψ γίνεται ἄμμος, ποιητικῶς δὲ ἐκτείνεται εἰς ψάμαθος, ἄμαθος· πρβλ. Λατ. sab- ulum, sab- urra).