Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁπλόω: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); [[ἱστία]] Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς [[σῶμα]] Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); [[ἱστία]] Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς [[σῶμα]] Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
}}
{{ls
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλόω Medium diacritics: ἁπλόω Low diacritics: απλόω Capitals: ΑΠΛΟΩ
Transliteration A: haplóō Transliteration B: haploō Transliteration C: aploo Beta Code: a(plo/w

English (LSJ)

(ἁπλοῦς)

   A make single, unfold, spread out, οὐρήν Batr.74 (v. l.), cf. 80; σῶμα AP11.107 (Lucill.); ἱστία Orph.A.360, etc.; σαγήνην Alciphr.3.3; φάλαγγα Paus.4.11.2; δακτύλους Sor.1.73; ἁ. τὸν ἄργυρον beat it thin, Anacreont.4.5; expose a wound, Just. Nov.111 Pr.:—Pass., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [the fish] lay stretched out .., Babr.4.5; ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ open ground, Gp.12.18.1; ἁπλωθέντων ἱστίων Lib.Or.11.264:—Med., AP10.9, Orph.A.278, D.P.235.    2 metaph., ἅπλωσον σεαυτόν be simple, M.Ant.4.26:—Pass., to be simplified, Plot.6.7.35; but, to be expanded, Id.3.5.9 (fort. ἐξαπλ-).    3 make plain, ὁδόν LXX Jb.22.3.

German (Pape)

[Seite 293] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); ἱστία Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς σῶμα Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλόω: μέλλ. -ώσω, (ἁπλοῦς) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, ἀναπτύσσω, ἐκτείνω, ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· σῶμα Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο ἁπλοῦς, Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ λέξις εἶναι συνήθης παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.