ῥοιβδέω: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(13_3) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = [[ῥοιζέω]]; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = [[ῥοιζέω]]; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥοιβδέω''': μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ [[ῥοφέω]], ῥοφῶ [[μετὰ]] θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ [[σύγε]] κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]]. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου [[γάνος]] Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ [[ῥοιζέω]] (πρβλ. [[ῥοῖβδος]]), κινοῦμαι [[μετὰ]] θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
A move with a whistling or rustling sound, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος letting the swelling aegis rustle (as she flies), A.Eu.404: intr., of wind, whistle, ῥοιβδήσας Εὖρος AP7.636 (Crin.). II suck down, of Charybdis, Od.12.106; κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag.237, cf. Aristid.Or.46(3).38. 2 cause to gush forth, ὅταν . . κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247. (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perh. be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)
German (Pape)
[Seite 847] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοιβδέω: μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ ῥοφέω, ῥοφῶ μετὰ θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ σύγε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. ἀναρροιβδέω. 2) κάμνω ὥστε νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου γάνος Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ ῥοιζέω (πρβλ. ῥοῖβδος), κινοῦμαι μετὰ θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.