κόλον: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(13_2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] τό, 1) = [[κῶλον]]; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von [[βουκόλος]], [[κόλαξ]] angenommen, Ath. VI, 262 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] τό, 1) = [[κῶλον]]; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von [[βουκόλος]], [[κόλαξ]] angenommen, Ath. VI, 262 a. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κόλον''': τό, [[τροφή]], [[φαγητόν]], φορβὴ ([[ὅθεν]] ὁ Εὐστ. παράγει τὰ [[ἄκολος]], [[κόλαξ]]), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ [[μέχρι]] τοῦ ἀπευθυσμένου, ([[ὅπερ]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται [[κῶλον]], προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ [[μέτρον]] δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, [[Πολυδ]]. Β΄, 193, 209. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.
German (Pape)
[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.