ἐξαναφέρω: Difference between revisions
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] (s. [[φέρω]]), heraus-, herausbringen, ἡ [[θάλαττα]] τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; [[πρός]] τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] (s. [[φέρω]]), heraus-, herausbringen, ἡ [[θάλαττα]] τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; [[πρός]] τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξαναφέρω''': μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, [[ἀναβιβάζω]] πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν [[κάτω]], ᾗ καὶ [[μᾶλλον]] ἡ [[θάλαττα]] τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, [[αὐτόθι]] 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· [[ἀντέχω]], καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
A bear up, of buoyant sea-water, Arist.Fr.217. 2 ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, Plu.2.563a. II intr., weather the storm, Id.Pyrrh.15: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Id.Oth.9: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c. 2 rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib.469b.
German (Pape)
[Seite 868] (s. φέρω), heraus-, herausbringen, ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; πρός τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, ἀναβιβάζω πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν κάτω, ᾗ καὶ μᾶλλον ἡ θάλαττα τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, αὐτόθι 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· ἀντέχω, καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9.