ὀβριμοεργός: Difference between revisions
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | |lstext='''ὀβρῐμοεργός''': -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα [[ἄδικος]], ἰδίως [[ἐναντίον]] τῶν θεῶν, [[ἀνόσιος]], [[σχέτλιος]], ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> hardi, audacieux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403 ; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.
German (Pape)
[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.