ἑδριάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑδριάω''': παθ., [[καθέζομαι]], μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[κάθημαι]], Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.
|lstext='''ἑδριάω''': παθ., [[καθέζομαι]], μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[κάθημαι]], Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑδριάομαι <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]].
}}
}}

Revision as of 18:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδριάω Medium diacritics: ἑδριάω Low diacritics: εδριάω Capitals: ΕΔΡΙΑΩ
Transliteration A: hedriáō Transliteration B: hedriaō Transliteration C: edriao Beta Code: e(dria/w

English (LSJ)

   A seat or set:— Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35.    II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.

German (Pape)

[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.