δρηστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρηστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[δράω]]) [[ἐργάτης]], [[ἐργατικός]] [[ἄνθρωπος]], Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, [[ἐργάτις]], ἐργατικὴ [[γυνή]], Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. ([[διδράσκω]]) [[δραπέτης]], λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.
|lstext='''δρηστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[δράω]]) [[ἐργάτης]], [[ἐργατικός]] [[ἄνθρωπος]], Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, [[ἐργάτις]], ἐργατικὴ [[γυνή]], Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. ([[διδράσκω]]) [[δραπέτης]], λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ῆρος (ὁ) :<br /><i>ion. pour</i> *δραστήρ;<br />serviteur <i>litt.</i> celui qui fait la besogne.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].<br /><span class="bld">2</span>ῆρος (ὁ) :<br /><i>ion. pour</i> *δραστήρ;<br /><i>adj. m.</i><br />fugitif.<br />'''Étymologie:''' *[[διδράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρηστήρ Medium diacritics: δρηστήρ Low diacritics: δρηστήρ Capitals: ΔΡΗΣΤΗΡ
Transliteration A: drēstḗr Transliteration B: drēstēr Transliteration C: dristir Beta Code: drhsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (δράω A)

   A labourer, working man, Od.16.248: fem. δρήστειρα workwoman, 10.349, 19.345.    II (διδράσκω) runaway, λῃστής Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 667] ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ τοῦ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστήρ: ῆρος, ὁ, (δράω) ἐργάτης, ἐργατικός ἄνθρωπος, Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, ἐργάτις, ἐργατικὴ γυνή, Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. (διδράσκω) δραπέτης, λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.

French (Bailly abrégé)

1ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
serviteur litt. celui qui fait la besogne.
Étymologie: δράω.
2ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
adj. m.
fugitif.
Étymologie: *διδράσκω.