ῥήν: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥήν''': ἡ, [[πρόβατον]], [[ἀρνίον]], μεταγεν. ποιητ. [[λέξις]] (ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Ὁμηρικοῦ συνθέτου πολύρρηνος, -ρηνες, πρβλ. [[ῥηνικός]], [[ῥῆνιξ]]), ῥήνεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1497· ῥῆνα Νικ. Θηρ. 453· ἀλλ’ ἔχομεν Ῥήνη ἀντὶ Ἄρνη ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἰλ. Β. 728.
|lstext='''ῥήν''': ἡ, [[πρόβατον]], [[ἀρνίον]], μεταγεν. ποιητ. [[λέξις]] (ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Ὁμηρικοῦ συνθέτου πολύρρηνος, -ρηνες, πρβλ. [[ῥηνικός]], [[ῥῆνιξ]]), ῥήνεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1497· ῥῆνα Νικ. Θηρ. 453· ἀλλ’ ἔχομεν Ῥήνη ἀντὶ Ἄρνη ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἰλ. Β. 728.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br /><i>seul. aux cas suiv. : gén.</i> ῥηνός, <i>acc.</i> ῥῆνα, <i>dat. pl.</i> ῥήνεσσι(ν);<br />agneau, brebis, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥήν Medium diacritics: ῥήν Low diacritics: ρην Capitals: ΡΗΝ
Transliteration A: rhḗn Transliteration B: rhēn Transliteration C: rin Beta Code: r(h/n

English (LSJ)

ἡ,

   A sheep, lamb (not found in nom.), ῥήνεσσι A.R.4.1497; ῥῆνα Nic.Th.453. (From ϝρήν, old nom. of ϝάρνα, ϝαρνός, etc., v. ἀρήν, and cf. πολύ-ρρην:—also ῥᾶνα· ἄρνα, Hsch. (perh. Elean); τρανόν [i.e. perh. ϝρᾶνον]· ἑξαμηνιαῖον πρόβατον, Id.)

German (Pape)

[Seite 840] ῥηνός, ἡ, Schaaf, Lamm, seltenes Dichterwort, nur noch bei sp. D.; ἐπὶ ῥήνεσσιν ἑοῖσιν, Ap. Rh. 4, 1497; Nic. Ther. 453. Bes. in compp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥήν: ἡ, πρόβατον, ἀρνίον, μεταγεν. ποιητ. λέξις (ληφθεῖσα ἐκ τοῦ Ὁμηρικοῦ συνθέτου πολύρρηνος, -ρηνες, πρβλ. ῥηνικός, ῥῆνιξ), ῥήνεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1497· ῥῆνα Νικ. Θηρ. 453· ἀλλ’ ἔχομεν Ῥήνη ἀντὶ Ἄρνη ὡς κύριον ὄνομα, Ἰλ. Β. 728.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
seul. aux cas suiv. : gén. ῥηνός, acc. ῥῆνα, dat. pl. ῥήνεσσι(ν);
agneau, brebis, animal.
Étymologie: cf. ἀρήν.