ἀγαστός: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαστός''': -ή, -όν, ([[ἄγαμαι]]) [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, μεταγ. [[τύπος]] τοῦ Ὁμηρ. [[ἀγητός]], [[θαυμαστός]], Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· [[οὐκέτι]] μοι [[βίος]] ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ [[κρίνω]] τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται. | |lstext='''ἀγαστός''': -ή, -όν, ([[ἄγαμαι]]) [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, μεταγ. [[τύπος]] τοῦ Ὁμηρ. [[ἀγητός]], [[θαυμαστός]], Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· [[οὐκέτι]] μοι [[βίος]] ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ [[κρίνω]] τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />digne d’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός,
A admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)
German (Pape)
[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.