διΐημι: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διΐημι''': [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διὰ δ’ ἦκε σιδήρου (ἐνν. τὸν ὀϊστὸν) Ὀδ. Φ. 328, Ω. 177· δ. [[ξίφος]] λαιμῶν Εὐρ. Φοιν. 1092· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., λόγχην δ. στέρνα [[αὐτόθι]] 1398. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ, [[ἐπιτρέπω]] δίοδον, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, κτλ.· διέντες αὐτοὺς ἐπί τινα Δημ. 299. 11, πρβλ. 276. 9·― [[μετὰ]] γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἀφῆκας νὰ διέλθωσι διὰ τοῦ στόματός σου, ἐξηγήθης, ἐξέθηκας αὐτὰς, Σοφ. Ο. Κ. 963, πρβλ. [[διαφέρω]] Ι. 1. ― Παθ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, Ἀριστ. Θαυμασ. 73· Ἐπ. μετοχ. πρκμ. [[διαειμένος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 372. ΙΙ. [[στέλλω]] χωριστὰ ἕκαστον, [[ἀπολύω]], [[διαλύω]], τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, κτλ.· τοὺς ὀδόντας δ., τοὺς ἀνοίγω, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 558. 2) [[διαλύω]], ἐλᾳδίῳ διεὶς Σωτάδ. Ἐγκλει. 1. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 7. 3, 2· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, διαλύσας αὐτὸ δι’ ὄξους, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἱππ. Ὀξ. 387· ἴδε Λοβ. Φρύν. 27. | |lstext='''διΐημι''': [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διὰ δ’ ἦκε σιδήρου (ἐνν. τὸν ὀϊστὸν) Ὀδ. Φ. 328, Ω. 177· δ. [[ξίφος]] λαιμῶν Εὐρ. Φοιν. 1092· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., λόγχην δ. στέρνα [[αὐτόθι]] 1398. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ, [[ἐπιτρέπω]] δίοδον, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, κτλ.· διέντες αὐτοὺς ἐπί τινα Δημ. 299. 11, πρβλ. 276. 9·― [[μετὰ]] γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἀφῆκας νὰ διέλθωσι διὰ τοῦ στόματός σου, ἐξηγήθης, ἐξέθηκας αὐτὰς, Σοφ. Ο. Κ. 963, πρβλ. [[διαφέρω]] Ι. 1. ― Παθ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, Ἀριστ. Θαυμασ. 73· Ἐπ. μετοχ. πρκμ. [[διαειμένος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 372. ΙΙ. [[στέλλω]] χωριστὰ ἕκαστον, [[ἀπολύω]], [[διαλύω]], τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, κτλ.· τοὺς ὀδόντας δ., τοὺς ἀνοίγω, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 558. 2) [[διαλύω]], ἐλᾳδίῳ διεὶς Σωτάδ. Ἐγκλει. 1. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 7. 3, 2· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, διαλύσας αὐτὸ δι’ ὄξους, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἱππ. Ὀξ. 387· ἴδε Λοβ. Φρύν. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[διῆκα]];<br /><b>1</b> ([[διά]] marquant la séparation) laisser aller : [[στράτευμα]] XÉN licencier une armée;<br /><b>2</b> ([[διά]] à travers) faire passer à travers : [[στράτευμα]] διὰ τῆς χώρας XÉN une armée à travers le pays;<br /><b>3</b> enfoncer à travers : δ. σιδήρου OD faire passer (une flèche) à travers le fer;<br /><b>4</b> lancer contre ; <i>fig.</i> [[τί]] τινι SOPH lancer contre qqn une accusation de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> διΐεμαι dissoudre : ὄξει AR avec du vinaigre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἵημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
(3sg. fut.
A διαήσει Hsch.), drive, thrust or pass through, διὰ δ' ἧκε σιδήρου (sc. τὸν ὀϊστόν) Od.21.328; δ. ξίφος λαιμῶν E.Ph.1092; δίες στυπτηρίαν ὄξους PHolm.12.45: c. dupl. acc., στέρνα δ. λόγχην E.Ph.1398. 2 let people go through a country, give them a passage through, εἰ μήτε οἱ ποταμοὶ διήσουσιν . . X.An.3.2.23, etc.; διέντες αὐτοὺς ἐφ' ὑμᾶς D.18.213, cf. ib.146: c. gen., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος didst let them pass through thy mouth, gauest utterance to them, S.OC963, cf. διαφέρω 1.1:—Pass., pass through, Arist.Mir.835b20: Ep. pf. part. διαειμένος A.R.2.372. II dismiss, disband, στράτευμα X.HG2.4.39, etc.; τοὺς ὀδόντας δ. unclose them, D.S.10.17. 2 soak, Hp.Acut.21; ἐλᾳδίῳ διείς Sotad.Com. 1.27, cf. Arist.HA583a24:—Med., διέμενος ὄξει having diluted it with vinegar, Ar.Pl.720:—Pass., Alex.188.3. 3 release prisoners, PGoodsp.Cair.5.2 (ii B. C.), J.AJ15.10.3; διειμένος set free, Plu. Demetr.39.
Greek (Liddell-Scott)
διΐημι: ῥίπτω διὰ μέσου, περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διὰ δ’ ἦκε σιδήρου (ἐνν. τὸν ὀϊστὸν) Ὀδ. Φ. 328, Ω. 177· δ. ξίφος λαιμῶν Εὐρ. Φοιν. 1092· ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτ., λόγχην δ. στέρνα αὐτόθι 1398. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ, ἐπιτρέπω δίοδον, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, κτλ.· διέντες αὐτοὺς ἐπί τινα Δημ. 299. 11, πρβλ. 276. 9·― μετὰ γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἀφῆκας νὰ διέλθωσι διὰ τοῦ στόματός σου, ἐξηγήθης, ἐξέθηκας αὐτὰς, Σοφ. Ο. Κ. 963, πρβλ. διαφέρω Ι. 1. ― Παθ., διέρχομαι διὰ μέσου, Ἀριστ. Θαυμασ. 73· Ἐπ. μετοχ. πρκμ. διαειμένος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 372. ΙΙ. στέλλω χωριστὰ ἕκαστον, ἀπολύω, διαλύω, τὸ στράτευμα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, κτλ.· τοὺς ὀδόντας δ., τοὺς ἀνοίγω, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 558. 2) διαλύω, ἐλᾳδίῳ διεὶς Σωτάδ. Ἐγκλει. 1. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 7. 3, 2· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., διέμενος ὄξει, διαλύσας αὐτὸ δι’ ὄξους, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἱππ. Ὀξ. 387· ἴδε Λοβ. Φρύν. 27.
French (Bailly abrégé)
ao. διῆκα;
1 (διά marquant la séparation) laisser aller : στράτευμα XÉN licencier une armée;
2 (διά à travers) faire passer à travers : στράτευμα διὰ τῆς χώρας XÉN une armée à travers le pays;
3 enfoncer à travers : δ. σιδήρου OD faire passer (une flèche) à travers le fer;
4 lancer contre ; fig. τί τινι SOPH lancer contre qqn une accusation de qch;
Moy. διΐεμαι dissoudre : ὄξει AR avec du vinaigre.
Étymologie: διά, ἵημι.