κάναβος: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάνᾰβος''': ἢ [[κάνναβος]], [[ξύλινος]] σκελετὸς περὶ ὃν οἱ καλλιτέχναι ἔπλασσον τὸ [[πρόπλασμα]] διὰ πηλοῦ ἢ κηροῦ, «κάναβοι· τὰ ξύλα περὶ ἃ τὸ πρῶτον οἱ πλάσται τὸν κηρὸν τιθέασιν» Ἡσύχ.· «περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πίθους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι, τοῦτο δὲ [[ξυλήφιον]] [[κάνναβος]] καλεῖται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 164, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 305. 7. 2) [[σχεδίασμα]] τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ γραμμῶν διαγραφουσῶν τὰς φλέβας, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 18. 3) ἰσχνὸς [[ἄνθρωπος]], «πετσὶ καὶ κόκαλλον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 3 (πολυδ. Ι΄, 189), Ἡσύχ. κᾱ-, Ἀνθ. Π. 11. 107· καὶ ὁ Meineke γράφει [[κάνναβος]] παρὰ τῷ Στράττι ἔνθ’ ἀνωτ.. | |lstext='''κάνᾰβος''': ἢ [[κάνναβος]], [[ξύλινος]] σκελετὸς περὶ ὃν οἱ καλλιτέχναι ἔπλασσον τὸ [[πρόπλασμα]] διὰ πηλοῦ ἢ κηροῦ, «κάναβοι· τὰ ξύλα περὶ ἃ τὸ πρῶτον οἱ πλάσται τὸν κηρὸν τιθέασιν» Ἡσύχ.· «περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πίθους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι, τοῦτο δὲ [[ξυλήφιον]] [[κάνναβος]] καλεῖται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 164, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 305. 7. 2) [[σχεδίασμα]] τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ γραμμῶν διαγραφουσῶν τὰς φλέβας, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 18. 3) ἰσχνὸς [[ἄνθρωπος]], «πετσὶ καὶ κόκαλλον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 3 (πολυδ. Ι΄, 189), Ἡσύχ. κᾱ-, Ἀνθ. Π. 11. 107· καὶ ὁ Meineke γράφει [[κάνναβος]] παρὰ τῷ Στράττι ἔνθ’ ἀνωτ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />modèle en cire, en terre glaise <i>ou</i> en plâtre à l’usage des sculpteurs ; représentation du squelette.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κάννα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
or κάννᾰβος, ὁ,
A wooden framework round which artists moulded wax or clay, block-figure, Hsch., Poll.7.164, 10.189. 2 mannikin or rough drawing of the human frame, Arist.HA515a35, GA743a2 (wrongly expld. as cistern by Phlp.in GA109.27). 3 metaph., lean person, 'skeleton', Stratt.20, Hsch. (Spelling and quantity undetermined: cf. κίναβος.)
German (Pape)
[Seite 1319] ὁ, oder richtiger κάνναβος, das Holz, um welches die bildenden Künstler eine Figur in Thon oder Wachs modelliren, u. das Modell selbst, Poll. 7, 164. 10, 189; bei Suid. u. B. A. 416 falsch κίνναβος; Arist. gen. anim. 2, 6 ἐκ τῆς καρδίας αἱ φλέβες διατεταμέναι, καθάπερ οἱ τοὺς κανάβους γράφοντες ἐν τοῖς τοίχοις, vgl. H. A. 3, 5, ein in Umrissen entworfenes Bild des Menschen. Uebertr., ein magerer Mensch, wie ein Skelet, an dem man alle Adern u. Knochen sehen kann, Strattis Poll. 10, 189 u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κάνᾰβος: ἢ κάνναβος, ξύλινος σκελετὸς περὶ ὃν οἱ καλλιτέχναι ἔπλασσον τὸ πρόπλασμα διὰ πηλοῦ ἢ κηροῦ, «κάναβοι· τὰ ξύλα περὶ ἃ τὸ πρῶτον οἱ πλάσται τὸν κηρὸν τιθέασιν» Ἡσύχ.· «περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πίθους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι, τοῦτο δὲ ξυλήφιον κάνναβος καλεῖται» Πολυδ. Ζ΄, 164, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 305. 7. 2) σχεδίασμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ γραμμῶν διαγραφουσῶν τὰς φλέβας, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 18. 3) ἰσχνὸς ἄνθρωπος, «πετσὶ καὶ κόκαλλον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 3 (πολυδ. Ι΄, 189), Ἡσύχ. κᾱ-, Ἀνθ. Π. 11. 107· καὶ ὁ Meineke γράφει κάνναβος παρὰ τῷ Στράττι ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modèle en cire, en terre glaise ou en plâtre à l’usage des sculpteurs ; représentation du squelette.
Étymologie: DELG κάννα.