ἄγγελος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγγελος''': ὁ, ἡ, [[ἀγγελιαφόρος]], Ὅμ. Ἡρ., δι’ ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί, Ἡρόδ. 5. 92, 6, πρβλ. 1. 99. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀναγγέλλων ἢ λέγων τι, [[οὕτως]] ἐπὶ πτηνῶν προοιωνιζόντων τι οἰωνόν, Ἰλ. Ω, 292, 296· Μουσῶν [[ἄγγελος]], ἐπὶ ποιητοῦ, Θέογν. 769, [[ὄρνις]] ... Διὸς ἄγγ., περὶ ἀηδόνος, Σοφ. Ἠλ. 149· μ. γεν. πράγ., ἄγγ. κακῶν ἐμῶν, ὁ αὐτ. Ἀντ. 277· ἄγγελον γλῶσσαν λόγων, Εὐρ. Ἱκ. 203. 3) [[ἄγγελος]] ([[πνεῦμα]]), Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. nuntius, τὸ [[ἄγγελμα]], ἡ [[εἴδησις]], τὰ νέα, Πολύβ. 1. 72, 4, ([[ἴσως]] συγγ. τῷ [[ἄγγαρος]] καὶ τῷ Σανσκρ. angiras, ὡς τὸ πολὺς [[εἶναι]] συγγ. τῷ Σανσκρ. purus).
|lstext='''ἄγγελος''': ὁ, ἡ, [[ἀγγελιαφόρος]], Ὅμ. Ἡρ., δι’ ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί, Ἡρόδ. 5. 92, 6, πρβλ. 1. 99. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀναγγέλλων ἢ λέγων τι, [[οὕτως]] ἐπὶ πτηνῶν προοιωνιζόντων τι οἰωνόν, Ἰλ. Ω, 292, 296· Μουσῶν [[ἄγγελος]], ἐπὶ ποιητοῦ, Θέογν. 769, [[ὄρνις]] ... Διὸς ἄγγ., περὶ ἀηδόνος, Σοφ. Ἠλ. 149· μ. γεν. πράγ., ἄγγ. κακῶν ἐμῶν, ὁ αὐτ. Ἀντ. 277· ἄγγελον γλῶσσαν λόγων, Εὐρ. Ἱκ. 203. 3) [[ἄγγελος]] ([[πνεῦμα]]), Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. nuntius, τὸ [[ἄγγελμα]], ἡ [[εἴδησις]], τὰ νέα, Πολύβ. 1. 72, 4, ([[ἴσως]] συγγ. τῷ [[ἄγγαρος]] καὶ τῷ Σανσκρ. angiras, ὡς τὸ πολὺς [[εἶναι]] συγγ. τῷ Σανσκρ. purus).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> messager, messagère;<br /><b>2</b> <i>en poésie et en prose ion.</i> envoyé, député;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> messager de Dieu, ange.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental obscur.
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγγελος Medium diacritics: ἄγγελος Low diacritics: άγγελος Capitals: ΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: ángelos Transliteration B: angelos Transliteration C: aggelos Beta Code: a)/ggelos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A messenger, envoy, Il.2.26, etc.; δι' ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί Hdt.5.92.ζ, cf. SIG229.25 (Erythrae):— prov., Ἀράβιος ἄ., of a loquacious person, Men.32.    2 generally, one that announces or tells, e.g. of birds of augury, Il.24.292,296; Μουσῶν ἄγγελος, of a poet, Thgn.769; ἄγγελε ἔαρος . . χελιδοῖ Simon.74; ἄ. ἄφθογγος, of a beacon, Thgn.549; of the nightingale, ὄρνις . . Διὸς ἄ. S.El.149: c. gen. rei, ἄ. κακῶν ἐμῶν Id.Ant.277; ἄγγελον γλῶσσαν λόγων E.Supp.203; αἴσθησις ἡμῖν ἄ. Plot.5.3.3; neut. pl., ἄγγελα νίκης Nonn.D.34.226.    3 angel, LXX Ge.28.12, al., Ev.Matt.1.24, al., Ph.2.604, etc.    4 in later philos., semi-divine being, ἡλιακοὶ ἄ. Jul.Or.4.141b, cf. Iamb.Myst.2.6, Procl. in R.2.243 K.; ἄ. καὶ ἀρχάγγελοι Theol.Ar.43.10, cf. Dam.Pr.183, al.: also in mystical and magical writings, Herm. ap. Stob.1.49.45, PMag.Lond.46.121, etc.    II title of Artemis at Syracuse, Hsch.

German (Pape)

[Seite 10] ὁ, auch fem. von der Iris, Il. 2, 786 und öfter, 1) der Bote, Gesandte, oft bei Hom. u. Tragg. und in Prosa, bes. oft πέμπειν, ἐλθεῖν. Auch Vögel, deren Flug vorbedeutend war, Il. 24, 292. 296; übrtr. λευκαὶ ἔθειραι συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Philod. 14 (XI, 41); vgl. Leon. Tar. 41 (Plan. 182). – 2) die Botschaft, die Benachrichtigung, Pol. 1, 72, 4. – 3) im N. T. u. K. S. Engel.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγελος: ὁ, ἡ, ἀγγελιαφόρος, Ὅμ. Ἡρ., δι’ ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί, Ἡρόδ. 5. 92, 6, πρβλ. 1. 99. 2) καθόλου, ὁ ἀναγγέλλων ἢ λέγων τι, οὕτως ἐπὶ πτηνῶν προοιωνιζόντων τι οἰωνόν, Ἰλ. Ω, 292, 296· Μουσῶν ἄγγελος, ἐπὶ ποιητοῦ, Θέογν. 769, ὄρνις ... Διὸς ἄγγ., περὶ ἀηδόνος, Σοφ. Ἠλ. 149· μ. γεν. πράγ., ἄγγ. κακῶν ἐμῶν, ὁ αὐτ. Ἀντ. 277· ἄγγελον γλῶσσαν λόγων, Εὐρ. Ἱκ. 203. 3) ἄγγελος (πνεῦμα), Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. nuntius, τὸ ἄγγελμα, ἡ εἴδησις, τὰ νέα, Πολύβ. 1. 72, 4, (ἴσως συγγ. τῷ ἄγγαρος καὶ τῷ Σανσκρ. angiras, ὡς τὸ πολὺς εἶναι συγγ. τῷ Σανσκρ. purus).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 messager, messagère;
2 en poésie et en prose ion. envoyé, député;
3 postér. messager de Dieu, ange.
Étymologie: DELG emprunt oriental obscur.