ἀβάπτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] [[μετὰ]] φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] [[μετὰ]] φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se plonge pas dans l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βαπτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάπτιστος Medium diacritics: ἀβάπτιστος Low diacritics: αβάπτιστος Capitals: ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: abáptistos Transliteration B: abaptistos Transliteration C: avaptistos Beta Code: a)ba/ptistos

English (LSJ)

ον, (βαπτίζω)

   A not to be dipped, that will not sink, ἀ. ἅλμας, of a net, Pi.P.2.80; ναῦς EM811.26; τρύπανον trepan with a guard, to stop it from going too deep, Gal.10.447.    II not drenched with liquor, Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 2] 1) nicht unterzutauchen, Pind. P. 2, 36 φέλλος ὣς ἀβ. ἅλμης; so vom Kork, Archi. 10 (VI, 192) neben ἀπερίτρεπτος, Plat. sol. an. 35 (p. 266). – Aber Plut. Symp. 6 prooem. σῶμα ἀβ. καὶ ἐλαφρόν, von Getränken unbenommen. – 2) ungetauft, K.S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάπτιστος: ον (βαπτίζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. τρύπανον, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, τρυπάνιον μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ λίαν βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se plonge pas dans l’ivresse.
Étymologie: ἀ, βαπτίζω.