εὔχαλκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔχαλκος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ [[καλῶς]] εἰργασμένου χαλκοῦ, [[στεφάνη]] Ἰλ. Η. 12· [[ἀξίνη]] Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· [[κράνος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456. | |lstext='''εὔχαλκος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ [[καλῶς]] εἰργασμένου χαλκοῦ, [[στεφάνη]] Ἰλ. Η. 12· [[ἀξίνη]] Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· [[κράνος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un bon airain <i>ou</i> bien travaillé en airain.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαλκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A wrought of fine brass or well-wrought in (or pointed with) brass, στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.
German (Pape)
[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.