μνῆστις: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνῆστις''': Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, ([[μνάομαι]]) [[ἀνάμνησις]], [[ἐνθύμησις]], [[προσοχή]], [[οὐδέ]] τις ἡμῖν δόρπου [[μνῆστις]] ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. [[αὐτόθι]] 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]] καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. [[μνήμη]], [[φήμη]], Σιμωνίδ. 5. | |lstext='''μνῆστις''': Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, ([[μνάομαι]]) [[ἀνάμνησις]], [[ἐνθύμησις]], [[προσοχή]], [[οὐδέ]] τις ἡμῖν δόρπου [[μνῆστις]] ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. [[αὐτόθι]] 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]] καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. [[μνήμη]], [[φήμη]], Σιμωνίδ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως, <i>poét.</i> ιος (ἡ) :<br /><b>1</b> action de penser à, pensée;<br /><b>2</b> souvenir.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ,
A remembrance, recollection, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.13.280; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm.64; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. S.Aj.520, cf. 1269; ὅτου . . ἀπορρεῖ μ. ib.523; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc.28.23; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.7.158. II memory, fame, Simon.4.3.
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, das Gedenken an Etwas; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, wir dachten nicht an das Abendessen, Od. 13, 280; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, Soph. Ai. 516. 1248, gedenken; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε, so dachtet ihr, erinnertet euch an den Gelon, Her. 7, 158; sp. D., wie Theocr. 28, 23; Nic. Ther. extr.; vgl. Lob. zu Phryn. 256.
Greek (Liddell-Scott)
μνῆστις: Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, (μνάομαι) ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, προσοχή, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. αὐτόθι 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. μνήμη, φήμη, Σιμωνίδ. 5.
French (Bailly abrégé)
εως, poét. ιος (ἡ) :
1 action de penser à, pensée;
2 souvenir.
Étymologie: μνάομαι.