δενδρίτης: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, εἰς [[δένδρον]] ἀνήκων, ἐκ δένδρου, [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, [[ἔδαφος]] κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· [[ἄμπελος]] δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη [[ἄμπελος]], ἀλλαχοῦ [[ἀναδενδράς]], Στράβ. 231· [[νύμφη]] δενδρῖτις = [[νύμφη]] δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.
|lstext='''δενδρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, εἰς [[δένδρον]] ἀνήκων, ἐκ δένδρου, [[καρπὸς]] Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, [[ἔδαφος]] κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· [[ἄμπελος]] δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη [[ἄμπελος]], ἀλλαχοῦ [[ἀναδενδράς]], Στράβ. 231· [[νύμφη]] δενδρῖτις = [[νύμφη]] δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> protecteur des arbres <i>ou</i> des arbustes, <i>particul.</i> de la vigne (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] Δενδρῖται LUC hommes nés des arbres, <i>peuple imaginaire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρίτης Medium diacritics: δενδρίτης Low diacritics: δενδρίτης Capitals: ΔΕΝΔΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dendrítēs Transliteration B: dendritēs Transliteration C: dendritis Beta Code: dendri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of a tree, καρπός Thphr.Vent.13; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δ. wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epith. of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10.    II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 545] ὁ, zum Baume gehörig, καρπός Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἰς δένδρον ἀνήκων, ἐκ δένδρου, καρπὸς Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, ἔδαφος κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· ἄμπελος δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη ἄμπελος, ἀλλαχοῦ ἀναδενδράς, Στράβ. 231· νύμφη δενδρῖτις = νύμφη δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. protecteur des arbres ou des arbustes, particul. de la vigne (Bacchus);
2 subst. οἱ Δενδρῖται LUC hommes nés des arbres, peuple imaginaire.
Étymologie: δένδρον.