Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥυπάω: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
|lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. épq.</i> [[ῥυπόω]], <i>et impf.</i> ἐρρύπων;<br />être sale, malpropre.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπάω Medium diacritics: ῥυπάω Low diacritics: ρυπάω Capitals: ΡΥΠΑΩ
Transliteration A: rhypáō Transliteration B: rhypaō Transliteration C: rypao Beta Code: r(upa/w

English (LSJ)

Ep. ῥῠπόω,

   A to be filthy, slovenly, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Od.6.87; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα 13.435; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω 19.72; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω 23.115; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα 24.227; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον Ar.Pl.266; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων Ar.Av.1282; τοὺς Πυθαγοριστὰς . . ῥυπᾶν ἑκόντας Aristopho 9.2, cf. Luc.Nec.4; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων Ael.NA 14.4.    II Pass., to be filled with wax, of the ear, prob. in S.Fr. 858.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig sein, beschmutzt sein; μάλα περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) καθῆραι, Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch ῥυπόω aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten ῥυπόω); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπάω: Ἐπικ. ῥῠπόω, (ῥύπος) εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, πλήρης ῥύπου, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω Τ. 72· νῦν δ’ ὅττι ῥυπόω Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. épq. ῥυπόω, et impf. ἐρρύπων;
être sale, malpropre.
Étymologie: ῥύπος.