χύτλον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. [[ξηραλοιφέω]]. 3) [[ποτάμιον]] [[ὕδωρ]], [[ῥέον]] [[ὕδωρ]], [[ποταμός]], Λυκόφρ. 701.
|lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. [[ξηραλοιφέω]]. 3) [[ποτάμιον]] [[ὕδωρ]], [[ῥέον]] [[ὕδωρ]], [[ποταμός]], Λυκόφρ. 701.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />liquide.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτλον Medium diacritics: χύτλον Low diacritics: χύτλον Capitals: ΧΥΤΛΟΝ
Transliteration A: chýtlon Transliteration B: chytlon Transliteration C: chytlon Beta Code: xu/tlon

English (LSJ)

τό, (χέω)

   A anything that can be poured, liquid, fluid; esp.,    1 in pl., χύτλα, water for washing, the bath, Lyc.1099, Euph.9.7; but also, libations to the dead, Berl.Sitzb. 1927.161 (Cyrene), A.R.1.1075, 2.927, Orph.A.32.    2 a mixture of water and oil, elsewh. ὑδρέλαιον, rubbed in after bathing, Erot. s.v. χυτλάζηται.    3 running water, stream, Lyc.701.

German (Pape)

[Seite 1385] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das Waschwasser, Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst ὑδρέλαιον, womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) Flußwasser, fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ χύτλα = χοαί, die zu einem Trankopfer, bes. zu einem Todtenopfer gehörenden Flüssigkeiten, das Todtenopfer selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.

Greek (Liddell-Scott)

χύτλον: τό, (χέω) πρᾶγμα οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· μάλιστα δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ ὡσαύτως, σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) μῖγμα ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως ὑδρέλαιον, δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ λουτρόν, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. ξηραλοιφέω. 3) ποτάμιον ὕδωρ, ῥέον ὕδωρ, ποταμός, Λυκόφρ. 701.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
liquide.
Étymologie: χέω.