ὑδρέλαιον

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρέλαιον Medium diacritics: ὑδρέλαιον Low diacritics: υδρέλαιον Capitals: ΥΔΡΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: hydrélaion Transliteration B: hydrelaion Transliteration C: ydrelaion Beta Code: u(dre/laion

English (LSJ)

τό, water mixed with oil, Dsc.2.85, Plu.2.663c, Sor.1.76, Gal.11.534, Ruf. ap. Orib.8.24.1.

German (Pape)

[Seite 1173] τό, Wasser, mit Oel gemischt; Plut. Symp. 4, 1, 3; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélange d'eau et d'huile.
Étymologie: ὕδωρ, ἔλαιον.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρέλαιον: τό смесь воды и масла Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρέλαιον: τό, ὕδωρ μεμιγμένον μετ’ ἐλαίου, Πλούτ. 2. 663C, Διοσκ. 2. 10, Γαλην., κλπ.· πρβλ. χυτλόομαι.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
νερό αναμεμιγμένο με λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἔλαιον (πρβλ. αμυγδαλέλαιον)].