φιλοτιμέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοτῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 234Α, Δημ. 488. 18· μεταγεν. -ηθήσομαι, Διόδ. 11. 18· ― ἀόρ. ἐφιλοτιμήθην Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, Πλάτ. Λάχ. 182Β, Ἰσοκρ. 49C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 42· μεταγεν. ἐφιλοτιμησάμην Πολύδ. 20. 8, 2, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· ― πρκμ. πεφιλοτίμημαι Δημ. 1046. 8, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 18 ― πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀριστείδ. 1. 446, Βυζ. (φιλότιμον). Ἀγαπῶ ἢ ἐπιζητῶ τιμήν, Πλάτ. Ἀλκ. 3. 146Α, Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 488. 17, κλπ.· [[ἐντεῦθεν]], εἶμαι [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ [[φιλονεικέω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 281· φ. ὅτι..., ζηλοτυπῶ [[διότι]]..., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7, Λυσίας 141. 28· ― φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἁμιλλῶμαι, φιλοτιμοῦμαι, Πλάτ. Συμπ. 178Ε, Φαῖδρ. 234Α, πρβλ. Λυσίαν 182. 35. 2) τὸ ἀντικείμενον τῆς φιλοδοξίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρεται [[μετὰ]] προθέσ., φ. ἐπί τινι, [[στηρίζω]] τὴν φήμην εἴς τι [[πρᾶγμα]], εἶμαι [[ὑπερήφανος]] δι’ αὐτό, Πλάτ. Πολ. 553D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11, Λυσίας 143. 31, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἰσοκρ.· ἔν τινι Πλάτ. Λάχ. 182Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 178Α· [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 760Β, κλπ.· [[περί]] τι Διόδ. 3. 18, Πλούτ.· φ. ἀπό τινος, εἰς δήλωσιν τῆς πηγῆς τῆς φιλοδοξίας, ὁ αὐτ. 2. 819C, Ἀριστείδ. 1. 446 ― [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] οὐδ. ἐπιθ. κατ’ αἰτιατ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, [[πάντοτε]] ἐπιδιώκων ἀντικείμενόν τι φιλοδοξίας, Ξεν. Οἰκ. 4. 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 5, Λυσίας 139. 33· καὶ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φιλοτιμίαν φ. Πλούτ. 2. 830F· τὴν ἀγαθὴν ἔριν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 1. 10. 5· ― [[ὡσαύτως]], φ. πρὸς τὴν πόλιν, συμβάλλεσθαι [[μετὰ]] ζήλου πρὸς τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς, Λυκοῦργ. 167. 39· εἰς τὴν αὔξησιν Διόδ. 1. 50, πρβλ. 25, Διογέν. Λαέρτ. 4. 44. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἀγωνίζομαι]] [[μετὰ]] ζήλου καὶ δραστηριότητος νὰ πράξω τι, προσπαθῶ εἰλικρινῶς καὶ ἐνθέρμως, οἳ [[πάνυ]] ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, πρβλ. Οἰκ. 21. 6· φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 232Α· [[μετὰ]] μετοχ., φ. ἐλέγχων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330C, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 6· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θερμῶς προσπαθῶ νά..., [[αὐτόθι]] 1. 25. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, [[προσφέρω]] ὡς [[δῶρον]] πρᾱγμά τι, Προκόπ., κλπ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., δαψιλῶς [[παρέχω]], ἐπιδαψιλεύω, τινί τι Ἀρισταίν. 1. 1, Λιβάν. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 437.
|lstext='''φῐλοτῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 234Α, Δημ. 488. 18· μεταγεν. -ηθήσομαι, Διόδ. 11. 18· ― ἀόρ. ἐφιλοτιμήθην Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, Πλάτ. Λάχ. 182Β, Ἰσοκρ. 49C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 42· μεταγεν. ἐφιλοτιμησάμην Πολύδ. 20. 8, 2, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· ― πρκμ. πεφιλοτίμημαι Δημ. 1046. 8, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 18 ― πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀριστείδ. 1. 446, Βυζ. (φιλότιμον). Ἀγαπῶ ἢ ἐπιζητῶ τιμήν, Πλάτ. Ἀλκ. 3. 146Α, Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 488. 17, κλπ.· [[ἐντεῦθεν]], εἶμαι [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ [[φιλονεικέω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 281· φ. ὅτι..., ζηλοτυπῶ [[διότι]]..., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7, Λυσίας 141. 28· ― φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἁμιλλῶμαι, φιλοτιμοῦμαι, Πλάτ. Συμπ. 178Ε, Φαῖδρ. 234Α, πρβλ. Λυσίαν 182. 35. 2) τὸ ἀντικείμενον τῆς φιλοδοξίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρεται [[μετὰ]] προθέσ., φ. ἐπί τινι, [[στηρίζω]] τὴν φήμην εἴς τι [[πρᾶγμα]], εἶμαι [[ὑπερήφανος]] δι’ αὐτό, Πλάτ. Πολ. 553D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11, Λυσίας 143. 31, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Ἰσοκρ.· ἔν τινι Πλάτ. Λάχ. 182Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 178Α· [[περί]] τινος Πλούτ. 2. 760Β, κλπ.· [[περί]] τι Διόδ. 3. 18, Πλούτ.· φ. ἀπό τινος, εἰς δήλωσιν τῆς πηγῆς τῆς φιλοδοξίας, ὁ αὐτ. 2. 819C, Ἀριστείδ. 1. 446 ― [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] οὐδ. ἐπιθ. κατ’ αἰτιατ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, [[πάντοτε]] ἐπιδιώκων ἀντικείμενόν τι φιλοδοξίας, Ξεν. Οἰκ. 4. 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 5, Λυσίας 139. 33· καὶ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φιλοτιμίαν φ. Πλούτ. 2. 830F· τὴν ἀγαθὴν ἔριν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 1. 10. 5· ― [[ὡσαύτως]], φ. πρὸς τὴν πόλιν, συμβάλλεσθαι [[μετὰ]] ζήλου πρὸς τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς, Λυκοῦργ. 167. 39· εἰς τὴν αὔξησιν Διόδ. 1. 50, πρβλ. 25, Διογέν. Λαέρτ. 4. 44. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., [[ἀγωνίζομαι]] [[μετὰ]] ζήλου καὶ δραστηριότητος νὰ πράξω τι, προσπαθῶ εἰλικρινῶς καὶ ἐνθέρμως, οἳ [[πάνυ]] ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, πρβλ. Οἰκ. 21. 6· φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 232Α· [[μετὰ]] μετοχ., φ. ἐλέγχων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330C, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 6· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θερμῶς προσπαθῶ νά..., [[αὐτόθι]] 1. 25. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, [[προσφέρω]] ὡς [[δῶρον]] πρᾱγμά τι, Προκόπ., κλπ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., δαψιλῶς [[παρέχω]], ἐπιδαψιλεύω, τινί τι Ἀρισταίν. 1. 1, Λιβάν. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 437.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> φιλοτιμήσομαι <i>et au sens Moy.</i> φιλοτιμηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐφιλοτιμησάμην <i>et au sens Moy.</i> ἐφιλοτιμήθην, <i>pf.</i> πεφιλοτίμημαι;<br /><i>litt.</i> aimer l’honneur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> aimer et chercher de l’honneur, avoir de l’ambition <i>abs.</i> ; φιλοτιμούμενος qui agit par ambition <i>ou</i> rivalité ; φ. [[ἐπί]] τινι mettre son honneur dans qch ; φ. [[ὑπέρ]] τινος se soucier d’obtenir la considération ; [[περί]] τινος se faire honneur de qch;<br /><b>2</b> regarder <i>ou</i> désirer comme une honneur ; rechercher, ambitionner, acc.;<br /><b>3</b> travailler, s’efforcer, faire tous ses efforts : [[περί]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] en vue de qch ; [[πρός]] τινα rivaliser d’amour-propre avec qqn;<br /><b>4</b> faire le glorieux, le fier ; <i>en b. part</i> se piquer de générosité, se montrer généreux, libéral : [[εἴς]] τινα, [[πρός]] τινα à l’égard de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότιμος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμέομαι Medium diacritics: φιλοτιμέομαι Low diacritics: φιλοτιμέομαι Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: philotiméomai Transliteration B: philotimeomai Transliteration C: filotimeomai Beta Code: filotime/omai

English (LSJ)

fut. ήσομαι Pl.Phdr.234a, D.20.103; later,

   A -ηθήσομαι D.S.11.18 codd.: aor. ἐφιλοτιμήθην X.Mem.2.9.3, Pl.La.182b, Isoc.4.44, Is.2.42; later, ἐφιλοτιμησάμην Plb.20.8.2, Ael.VH3.1 (written ἐφιλοτειμήσετο Ephes.3 No.13): pf. πεφιλοτίμημαι D.42.24, Porph. ap. Stob.2.1.32:—pf. in pass. sense, Aristid.1.446 J.: (φιλότιμος):—love or seek after honour, Pl.Alc.2.146a, Is. l. c., D.20.103, etc.: hence, to be ambitious, emulous, Ar.Ra.281; φ. ὅτι . . to be jealous because... X.An.1.4.7, Lys. 14.21; φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, vie emulously with, rival, Pl.Smp.178e, Phdr.234a, cf. Lys.29.14.    2 the object of ambition, etc., is mostly added with a Prep., φ. ἐπί τινι to place one's fame in a thing, glory or pride oneself upon it, Pl.R.553d, X.Mem.2.6.12, Lys.14.42; ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις Isoc.3.46, al.; ἔν τινι Pl.La.182b; ὑπὲρ τῆς δόξης Isoc.8.93; περὶ τῶν καλῶν contend in rivalry for, Plu.2.760c; περὶ τὴν θήραν, δεῖπνα, D.S.3.18, Plu.Phil.9; ἀφ' ἑτέρων ἀρετῶν Id.2.819c: c. neut. pron. in acc., πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι X.HG1.6.5: c. acc. cogn., φ. φιλοτιμίας ἀκάρπους Plu.2.830e; τὴν ἀγαθὴν ἔριν J.BJ1.10.5; φ. πρὸς τὴν πόλιν show patriotic zeal for... Lycurg.140, cf. IG22.1176.26, etc.; εἰς τὴν αὔξησιν D.S.1.50, cf. 25, D.L.4.44, Aristid. l. c.    II c. inf., strive eagerly to do a thing, endeavour earnestly, aspire, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι X.Mem.2.9.3, cf. Oec.21.6, PPetr.3p.115 (iii B. C.), PCair.Zen.578.2(iii B. C.), etc.; φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαιπρὸς ἅπαντας Pl.Phdr.232a: c. part., φ. ἐλέγχων Id.R.336c, cf. X.Eq.Mag. 9.6: c. acc. et inf., to be anxious that... ib.1.25: c. acc., ἀεὶ ἕν γέ τι φιλοτιμούμενος Id.Oec.4.24: with ὅπως, καλῶς ἂν ποιήσαις φιλοτιμηθεὶς ὅπως ἂν παρὰ τοῦ Θεοδώρου λάβῃς τὰ ἐπιστόλια PCair.Zen.41.19 (iii B. C.), cf. PMich.Zen.6.3 (iii B. C.).    III c. dat. rei, present with a thing, χρήμασί τινας v. l. in Procop.Goth.1.5: but c. acc. rei, lavish upon, τινί τι Aristaenet.1.1; πόλεμος . . νίκας ἀδίκους φ. Chor.35.71 p.410F.-R.

German (Pape)

[Seite 1287] pass. mit fut. med., doch findet sich auch aor. med. φιλοτιμήσασθαι, Isocr. u. Aristid., Ael. V. H. 9, 29, – Ehrliebe, Ehrgeiz haben, zeigen; φιλοτιμηθέντες, aus Ehrgeiz, Xen. An. 1, 4,7, ἐπί τινι, seine Ehre worin setzen, sich womit rühmen, brüsten, sich Etwas einbilden worauf, womit zu glänzen suchen, Isocr. 4, 51 u. öfter, wie Lys. 14, 35; ὅτι τοῦτο ποιεῖν δύνανται 14, 21; ποιοῦντες ἐφιλοτιμοῦντο, sie waren stolz es zu thun, Lycurg. 98; φιλοτιμεῖσθαι μηδ' ἐφ' ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει Plat. Rep. VIII, 553 d; – φιλοτιμεῖσθαί τι, περί τι, πρός τι, Etwas als Ehrensache ansehen, sich eifrig, aus Vorliebe mit Etwas beschäftigen, τῶν πολεμικῶν τι ἢ τῶν γεωργικῶν ἔργων μελετῶν ἢ ἄλλων γέ τι φιλοτιμούμενος Xen. Oec. 1, 4,24; οἱ πρὸς τὰ κοινὰ φιλοτιμούμενοι Aesch. 2, 105; πρὸς τὴν πόλιν Lycurg. 140; Plut. Demetr. 28; εἴς τινα, Dem. 42, 24; περὶ τὴν θήραν φιλοτιμηθείς D. Sic.; – περί τινος, ehrgeizig um Etwas wetteifern, es sich streitig machen, z. B. περὶ νίκης Plut. amator. 16; ἀπέπλευσαν φιλοτιμηθέντες, ὅτι, aus Eifersucht, weil, Xen. An. 1, 4,7; – auch c. inf., sich aus Ehrliebe bestreben, sich eifrig angelegen sein lassen, wetteifern, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι, die aus Ehegeiz danach trachten würden, deiner Freundschaft zu genießen, Xen. Mem. 2, 9,3; φιλοτιμούμενος ἐνδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας, ὅτι Plat. Phaedr. 232 a; u. mit folgendem μή, Ep. VII, 338 e; ἔν τινι, Lach. 182 b; – εἴς τινα, sich ehrliebend, anständig, bes. freigebig gegen Einen beweisen, aber auch großthun gegen Einen, Ar. Ran. 281; Aristaenet. 1, 1 vrbdt auch φιλοτιμεῖσθαί τι = Etwas schenken.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτῑμέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 234Α, Δημ. 488. 18· μεταγεν. -ηθήσομαι, Διόδ. 11. 18· ― ἀόρ. ἐφιλοτιμήθην Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, Πλάτ. Λάχ. 182Β, Ἰσοκρ. 49C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 42· μεταγεν. ἐφιλοτιμησάμην Πολύδ. 20. 8, 2, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· ― πρκμ. πεφιλοτίμημαι Δημ. 1046. 8, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 18 ― πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀριστείδ. 1. 446, Βυζ. (φιλότιμον). Ἀγαπῶ ἢ ἐπιζητῶ τιμήν, Πλάτ. Ἀλκ. 3. 146Α, Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 488. 17, κλπ.· ἐντεῦθεν, εἶμαι φιλόδοξος, ζηλότυπος, συχν. σχεδὸν ὡς τὸ φιλονεικέω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 281· φ. ὅτι..., ζηλοτυπῶ διότι..., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7, Λυσίας 141. 28· ― φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἁμιλλῶμαι, φιλοτιμοῦμαι, Πλάτ. Συμπ. 178Ε, Φαῖδρ. 234Α, πρβλ. Λυσίαν 182. 35. 2) τὸ ἀντικείμενον τῆς φιλοδοξίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρεται μετὰ προθέσ., φ. ἐπί τινι, στηρίζω τὴν φήμην εἴς τι πρᾶγμα, εἶμαι ὑπερήφανος δι’ αὐτό, Πλάτ. Πολ. 553D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11, Λυσίας 143. 31, καὶ συχνάκις παρ’ Ἰσοκρ.· ἔν τινι Πλάτ. Λάχ. 182Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 178Α· περί τινος Πλούτ. 2. 760Β, κλπ.· περί τι Διόδ. 3. 18, Πλούτ.· φ. ἀπό τινος, εἰς δήλωσιν τῆς πηγῆς τῆς φιλοδοξίας, ὁ αὐτ. 2. 819C, Ἀριστείδ. 1. 446 ― ἐνίοτε μετὰ οὐδ. ἐπιθ. κατ’ αἰτιατ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, πάντοτε ἐπιδιώκων ἀντικείμενόν τι φιλοδοξίας, Ξεν. Οἰκ. 4. 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 5, Λυσίας 139. 33· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., φιλοτιμίαν φ. Πλούτ. 2. 830F· τὴν ἀγαθὴν ἔριν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 1. 10. 5· ― ὡσαύτως, φ. πρὸς τὴν πόλιν, συμβάλλεσθαι μετὰ ζήλου πρὸς τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς, Λυκοῦργ. 167. 39· εἰς τὴν αὔξησιν Διόδ. 1. 50, πρβλ. 25, Διογέν. Λαέρτ. 4. 44. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., ἀγωνίζομαι μετὰ ζήλου καὶ δραστηριότητος νὰ πράξω τι, προσπαθῶ εἰλικρινῶς καὶ ἐνθέρμως, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, πρβλ. Οἰκ. 21. 6· φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 232Α· μετὰ μετοχ., φ. ἐλέγχων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330C, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 6· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θερμῶς προσπαθῶ νά..., αὐτόθι 1. 25. 4) μετὰ δοτ. πράγματος, προσφέρω ὡς δῶρον πρᾱγμά τι, Προκόπ., κλπ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., δαψιλῶς παρέχω, ἐπιδαψιλεύω, τινί τι Ἀρισταίν. 1. 1, Λιβάν. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 437.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. φιλοτιμήσομαι et au sens Moy. φιλοτιμηθήσομαι, ao. ἐφιλοτιμησάμην et au sens Moy. ἐφιλοτιμήθην, pf. πεφιλοτίμημαι;
litt. aimer l’honneur, d’où
1 aimer et chercher de l’honneur, avoir de l’ambition abs. ; φιλοτιμούμενος qui agit par ambition ou rivalité ; φ. ἐπί τινι mettre son honneur dans qch ; φ. ὑπέρ τινος se soucier d’obtenir la considération ; περί τινος se faire honneur de qch;
2 regarder ou désirer comme une honneur ; rechercher, ambitionner, acc.;
3 travailler, s’efforcer, faire tous ses efforts : περί τι, εἴς τι, πρός τι en vue de qch ; πρός τινα rivaliser d’amour-propre avec qqn;
4 faire le glorieux, le fier ; en b. part se piquer de générosité, se montrer généreux, libéral : εἴς τινα, πρός τινα à l’égard de qqn.
Étymologie: φιλότιμος.