συγξέω: Difference between revisions
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγξέω''': μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, [[λειαίνω]], [[ὁμαλύνω]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ [[τέλος]], πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D. | |lstext='''συγξέω''': μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, [[λειαίνω]], [[ὁμαλύνω]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ [[τέλος]], πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> [[συνεξεσμένος]];<br />polir dans toutes ses parties avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A smooth by scraping or planing:—Pass., metaph. of style, to be polished, Alcid.Soph.20, D.H.Comp.22, Dem.40, Plu.2.853d.
German (Pape)
[Seite 971] (s. ξέω), durch Schaben, Schnitzen, Hobeln ebnen, poliren; auch vom Styl, feilen, ἡ Μενάνδρου φράσις συνέξεσται, Plut. Ar. et Men. comp. 2; ὀνόματα συνεξεσμένα, Alcidam. de soph. 677, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγξέω: μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λειαίνω, ὁμαλύνω, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ τέλος, πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. συνεξεσμένος;
polir dans toutes ses parties avec soin.
Étymologie: σύν, ξέω.