ὑποστάτης: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ [[ὑποκάτω]] ἱστάμενον, [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ [[στήριγμα]], τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς [[ἵσταται]] [[κρατήρ]], κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. [[ὑποκρητηρίδιον]], [[ὑποστατός]]. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C. | |lstext='''ὑποστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ [[ὑποκάτω]] ἱστάμενον, [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ [[στήριγμα]], τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς [[ἵσταται]] [[κρατήρ]], κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. [[ὑποκρητηρίδιον]], [[ὑποστατός]]. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l’existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9. II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d’un vase;
II. celui qui donne l’existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.