ἐξυγραίνω: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10. | |lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dissoudre, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑγραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A saturate, Arist.Pr.877a33, al.:—Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος -ομένου ib.944a21, etc. 2 make watery, of the blood, Id.HA521a12 (Pass.), cf. Plu.2.97b (Pass.): metaph., ἐ. τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ib.136b:—Pass., to be so, of plants, Thphr.CP 6.6.4. II Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10. III Pass., of liquid purgations, τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2; so -αίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29, cf. 2.914e.
German (Pape)
[Seite 889] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυγραίνω: καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ ψῦχος, εἴσω συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι κάθυγρος, γίνομαι ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, μάλιστα ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ σῶμα παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, αὐτόθι 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι ἔγχυλος, ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ συκάμινον) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., προσέτι, στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.