ἀλάθητος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλάθητος''': [λᾱ], ον, = [[ἄληστος]], ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ. | |lstext='''ἀλάθητος''': [λᾱ], ον, = [[ἄληστος]], ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à qui l’on ne cache rien, à qui rien n’échappe.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
[λᾱ], ον,
A gloss on ἄληστος, Suid.: coupled with ἄλαστος, Sch.E.Hec.685. 2 not escaping detection, Astramps. Orac.13.1.
German (Pape)
[Seite 88] 1) nicht zu vergessen, VLL. – 2) dem Nichts entgeht; τὸ θεῖον Aesop. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθητος: [λᾱ], ον, = ἄληστος, ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l’on ne cache rien, à qui rien n’échappe.
Étymologie: ἀ, λανθάνω.