ὕψι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕψῐ''': ἐπίρρ. ὡς τὸ [[ὑψοῦ]], [[ὑψόθι]], εἰς [[ὕψος]], ἐφ’ ὕψους, ὕψι δ’ ἀναθρώσκων πέτεται Ἰλ. Ν. 140· ὕψι βιβὰς [[αὐτόθι]] 371· [[Ζεὺς]] ἥμενος ὕψι Υ. 155, πρβλ. Ὀδ. Π. 264· ἀπὸ [[νηῶν]] ὕψι, ἀπὸ τῶν πλοίων ἐφ’ ὕψους ἑστῶτες, Ἰλ. Ο. 387· ὕψι… [[ἄελλα]] σκίδνατο Π. 374· ὕψι... ὁρμίσσομεν, ἔξω ὑψηλὰ, εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, Ξ. 77· ― [[ὡσαύτως]] εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 202. ― (Ἐντεῦθεν [[ὑψίων]], [[ὑψίτερος]], [[ὕψιστος]], ― ἅπαντα πιθανῶς σχετίζονται πρὸς τὸ ὑπέρ).
|lstext='''ὕψῐ''': ἐπίρρ. ὡς τὸ [[ὑψοῦ]], [[ὑψόθι]], εἰς [[ὕψος]], ἐφ’ ὕψους, ὕψι δ’ ἀναθρώσκων πέτεται Ἰλ. Ν. 140· ὕψι βιβὰς [[αὐτόθι]] 371· [[Ζεὺς]] ἥμενος ὕψι Υ. 155, πρβλ. Ὀδ. Π. 264· ἀπὸ [[νηῶν]] ὕψι, ἀπὸ τῶν πλοίων ἐφ’ ὕψους ἑστῶτες, Ἰλ. Ο. 387· ὕψι… [[ἄελλα]] σκίδνατο Π. 374· ὕψι... ὁρμίσσομεν, ἔξω ὑψηλὰ, εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, Ξ. 77· ― [[ὡσαύτως]] εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 202. ― (Ἐντεῦθεν [[ὑψίων]], [[ὑψίτερος]], [[ὕψιστος]], ― ἅπαντα πιθανῶς σχετίζονται πρὸς τὸ ὑπέρ).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en haut ; <i>particul.</i> en haute mer.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψῐ Medium diacritics: ὕψι Low diacritics: ύψι Capitals: ΥΨΙ
Transliteration A: hýpsi Transliteration B: hypsi Transliteration C: ypsi Beta Code: u(/yi

English (LSJ)

Adv.

   A on high, aloft, ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140; ὕ. βιβάς ib.371; Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155, cf. Od.16.264; ἴρηξ . . ἀηδόνα . . ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op.204; ἐμάχοντο . . ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387; ὕ . . . ἀέλλη σκίδνατο 16.374; ὕ . . . ὁρμίσσομεν out at sea, 14.77. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕψῐ: ἐπίρρ. ὡς τὸ ὑψοῦ, ὑψόθι, εἰς ὕψος, ἐφ’ ὕψους, ὕψι δ’ ἀναθρώσκων πέτεται Ἰλ. Ν. 140· ὕψι βιβὰς αὐτόθι 371· Ζεὺς ἥμενος ὕψι Υ. 155, πρβλ. Ὀδ. Π. 264· ἀπὸ νηῶν ὕψι, ἀπὸ τῶν πλοίων ἐφ’ ὕψους ἑστῶτες, Ἰλ. Ο. 387· ὕψι… ἄελλα σκίδνατο Π. 374· ὕψι... ὁρμίσσομεν, ἔξω ὑψηλὰ, εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, Ξ. 77· ― ὡσαύτως εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 202. ― (Ἐντεῦθεν ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος, ― ἅπαντα πιθανῶς σχετίζονται πρὸς τὸ ὑπέρ).

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut ; particul. en haute mer.
Étymologie: ὕψος.