ἐπίσειστος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσειστος''': -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) [[ἐπίσειστος]], ὁ, κωμικὸν [[προσωπεῖον]] ἔχον κόμην κρεμαμένην [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτωπον]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίσειστος]]· [[εἶδος]] κουρᾶς».
|lstext='''ἐπίσειστος''': -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) [[ἐπίσειστος]], ὁ, κωμικὸν [[προσωπεῖον]] ἔχον κόμην κρεμαμένην [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτωπον]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίσειστος]]· [[εἶδος]] κουρᾶς».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />secoué sur : [[κόμη]] LUC chevelure flottant sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισείω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειστος Medium diacritics: ἐπίσειστος Low diacritics: επίσειστος Capitals: ΕΠΙΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíseistos Transliteration B: episeistos Transliteration C: episeistos Beta Code: e)pi/seistos

English (LSJ)

ον,

   A shaking or waving over the forehead, κόμη Luc. Gall.26.    2. ἐπίσειστος, ὁ, a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.

German (Pape)

[Seite 976] herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειστος: -ον, ὁ ἐπισειόμενος, κυματίζων, ἔχοντας... ἐπίσειστον κόμην Λουκ. Ἀλεκτρ. 26. 2) ἐπίσειστος, ὁ, κωμικὸν προσωπεῖον ἔχον κόμην κρεμαμένην ὑπὲρ τὸ μέτωπον, Πολυδ. Δ΄, 146 κἑξ., πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 340. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίσειστος· εἶδος κουρᾶς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
secoué sur : κόμη LUC chevelure flottant sur le front.
Étymologie: ἐπισείω.