μετώπιον: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετώπιον''': τό, = [[μέτωπον]], Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) [[ἐπίδεσμος]] διὰ τὸ [[μέτωπον]], Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι [[μύρον]] τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. [[μέτωπον]].
|lstext='''μετώπιον''': τό, = [[μέτωπον]], Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) [[ἐπίδεσμος]] διὰ τὸ [[μέτωπον]], Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι [[μύρον]] τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. [[μέτωπον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> front ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d’une feuille, bord d’une page;<br /><b>3</b> huile parfumée d’Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετώπιον Medium diacritics: μετώπιον Low diacritics: μετώπιον Capitals: ΜΕΤΩΠΙΟΝ
Transliteration A: metṓpion Transliteration B: metōpion Transliteration C: metopion Beta Code: metw/pion

English (LSJ)

τό,

   A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739.    2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.).    3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159.    4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803.    II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.    2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Gloss.; cf. νετώπιον.

German (Pape)

[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d’une feuille, bord d’une page;
3 huile parfumée d’Égypte.
Étymologie: μέτωπον.