διάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάγγελος''': ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, [[κατάσκοπος]], Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, [[ἰδιαίτερος]] ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, [[ὑπασπιστής]], ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.
|lstext='''διάγγελος''': ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, [[κατάσκοπος]], Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, [[ἰδιαίτερος]] ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, [[ὑπασπιστής]], ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui transmet un message :<br /><b>1</b> parlementaire <i>ou</i> négociateur secret;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> sorte d’adjudant, chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe.<br />'''Étymologie:''' [[διαγγέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγγελος Medium diacritics: διάγγελος Low diacritics: διάγγελος Capitals: ΔΙΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: diángelos Transliteration B: diangelos Transliteration C: diaggelos Beta Code: dia/ggelos

English (LSJ)

ὁ,

   A messenger, negotiator, esp. secret informant, go-between, Th.7.73.    2 military term, adjutant, Plu.2.678d; but, = Lat. speculator, Plu.Galb.24.

German (Pape)

[Seite 573] ὁ, Zwischenbote, Unterhändler, Thuc. 7, 73; der die Befehle des Feldherrn bekannt macht, Adjutant, Plut. Galb. 24; D. C. 40, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διάγγελος: ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, κατάσκοπος, Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, ἰδιαίτερος ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, ὑπασπιστής, ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui transmet un message :
1 parlementaire ou négociateur secret;
2 postér. sorte d’adjudant, chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe.
Étymologie: διαγγέλλω.