ἰχνεύω: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχνεύω''': ([[ἴχνος]]) [[ἀνιχνεύω]], ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) [[ἰχνεύω]] τὰ ὄρη, [[περιέρχομαι]] τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ [[βελτίων]] ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.). | |lstext='''ἰχνεύω''': ([[ἴχνος]]) [[ἀνιχνεύω]], ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) [[ἰχνεύω]] τὰ ὄρη, [[περιέρχομαι]] τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ [[βελτίων]] ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=suivre à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A track out, hunt after, S.Aj.20, OT 221, 476 (lyr.); ἰ. θῆρας κυσίν E.Cyc.130; κύνες ἰχνεύουσαι hunting by scent, Pl.Lg.654e: metaph., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰ. seeking for a vote of condemnation, Ar.Eq.808; ἰ. τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Id.R.401c; [σοφίαν] LXX Si.51.15; ἰχνεύεις . . τίς εἴμ' ἐγώ . .; Epigr.Gr.227 (Teos); follow on the track of, emulate, ματραδελφεούς Pi.P.8.35. 2 ἰ. ὄρη to hunt the mountains, X.Cyn.4.9.
German (Pape)
[Seite 1277] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεύω: (ἴχνος) ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) ἰχνεύω τὰ ὄρη, περιέρχομαι τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ βελτίων ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).
French (Bailly abrégé)
suivre à la piste.
Étymologie: ἴχνος.